ΝαΠοταμιαΝου

Κάθεται μπροστά στο ανοιχτό φωτεινό παράθυρο και χαμογελάει ασυναίσθητα… Έτσι είναι το πρόσωπό του τον τελευταίο καιρό. «Φοράει» ένα αχνό και μόνιμο χαμόγελο. Νιώθει τόσο αδειασμένος - αλλά και τόσο γεμάτος.

Ήρθε, λοιπόν και γι’ αυτόν ο Καιρός… Αισθάνεται σα να είναι ξαπλωμένος με χέρια και πόδια ανοιχτά – ίδιος με τον Άνθρωπο του Βιτρούβιου στον «Κανόνα περί (ανθρωπίνων) Αναλογιών», εκείνο το σκίτσο του Ντα Βίντσι που απεικονίζει τον Άνθρωπο εγγεγραμμένο σε κύκλο και τετράγωνο – πάνω σε μουσκεμένο Έδαφος και να μην τον νοιάζει αν ο Ουρανός αδειάζει πάνω τους ασύλληπτες ποσότητες νερού. Και αυτός και η γη είναι τόσο διψασμένοι για νερό… Γι’ αυτό το Νερό. Έχει αφεθεί να γυρνάει από πλευρό σε πλευρό χωρίς σταματημό – πώς ξετυλίγεται ένα χαλί – πάνω στο μουλιασμένο έδαφος και δεν τον νοιάζει που το νερό που δεν έχει απορροφηθεί από την πλημμυρισμένη γη σε λίγο θα ανακατευτεί με το χώμα, τη σκόνη και θα γίνει αραιή, ρέουσα λάσπη. Εκεί μέσα θέλει να κυλιστεί. Αυτό του είχε λείψει. Πάνω σε μουσκεμένα, αναμαλλιασμένα, αναστατωμένα σεντόνια. Ύστερα από την περίοδο της Συναισθηματικής Ξηρασίας, έβρεξε και γι’ αυτόν… Έρωτας…

Έχει αδειάσει γιατί η ύπαρξή Της και η συνεύρεσή τους δεν του αφήνει περιθώρια για τίποτ' άλλο από την και στην πραγματική ζωή. Δεν βλέπει πια γύρω του. Όλα τα πρόσωπα γύρω του είναι παραλλαγές του ίδιου Προσώπου - Εκείνης. Της Γυναίκας. Με γράμμα γ Κεφαλαίο. Όχι του. Δεν μπορεί επίσης να είναι έτσι. Να του ανήκει. Είναι όπως η Γη. Η Γη δεν μπορεί να ανήκει στον Άνθρωπο.
Κανένα πρόσωπο δεν έχει το μεγαλείο το δικό Της. Όλα μοιάζουν σε Αυτήν αλλά Εκείνη σε κανένα. Δεν θα μπορούσε να είναι έτσι, γιατί Εκείνη τα περικλείει όλα. ΕΙΝΑΙ όλα. Είναι Μουσική, είναι Ζωή, είναι Υπέρβαση του Νου, είναι Εμπειρία, είναι Μαγεία, είναι η ίδια η Φύση. Είναι το Άπιαστο που επιτέλους είναι μπροστά του. Κάθε στιγμή. Είναι το Υπερβατικό που μόνο στα διαβάσματα έβρισκε και το θαύμαζε γιατί δεν μπορούσε να το χωρέσει ο Νους του. Είναι τα Μάτια της, τα πράσινα Μάτια της που μέσα στο γλάρωμά τους χάνεται... Είναι το Στόμα της, αυτό το μεγάλο Στόμα που θα ήθελε να ανοίξει και να τον καταπιεί για πάντα μέσα στην Ύπαρξή της. Είναι το Αιδοίο της, μια άλλη γλυκιά μικρή Συμπαντική Μαύρη Τρύπα που, όταν βρίσκεται μέσα του, το βέλος του Χρόνου αντιστρέφεται κι αυτός βρίσκεται να κολυμπάει μέσα στην Αιωνιότητα. Να μπει μέσα Της, από παντού. Να ζει μέσα Της. Να βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλό της σαν ηλεκτρική εκκένωση, σαν εγκεφαλικό σήμα που διατρέχει τα δισεκατομμύρια νευρώνες της με ασύλληπτη ταχύτητα. Να μπορεί να τα διαβάσει όλα Της… Σκέψεις, συναισθήματα, ερωτηματικά, επιθυμίες, διαθέσεις… Κι έτσι να μπορεί να τα πραγματοποιήσει πριν αυτά πάρουν τη μορφή φράσεων… Να τα απαντήσει πριν πάρουν τη μορφή ερωτημάτων… Να τα απαλύνει πριν γίνουν δάκρυα… Να τα ενισχύσει για να γίνουν δυνατότερο γέλιο… Να τα αποτρέψει πριν Την τρομάξουν, πριν Την ταράξουν…

Τι ήθελε δηλαδή να γίνει Θεός ; Αυτός, ένας μικρός άνθρωπος; Όχι, όχι, είχε παρασυρθεί πάλι… Μέσα στην παραληρηματική του διάθεση να ζήσει τα πράγματα εν τη γενέσει τους, είχε γίνει βλάσφημος. Πετούσε ψηλά, σχεδόν κοντά στον Ήλιο, αυτός ο Μικρός αλλά Ερωτευμένος Ίκαρος και κινδύνευε να κάψει τα φτερά του. Μήπως σκεφτόταν κιόλας ότι ήταν κοντά στην αποκάλυψη της Φιλοσοφικής, Αλχημικής Λίθου; Στο Ελιξίριο της Ζωής; Ε, μάλλον… Γιατί Εκείνη του τα είχε εμπνεύσει αυτά… Η φιγούρα της που έμοιαζε με αδικημένη μάγισσα του Μεσαίωνα…

Πίστευε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις στο μυαλό ενός συνηθισμένου, καθημερινού, συμβατικού ανθρώπου. Το Σύμπαν όμως αποφάσισε αλλιώς. Αποφάσισε να του δείξει το Μεγαλείο του. Το Μεγαλείο των Στιγμών που μπορούν να ζήσουν Δύο Άνθρωποι. Το Μεγαλείο του Χρόνου που σταματά - να, λοιπόν, που ο Χρόνος αμβλύνεται – όταν Δύο Άνθρωποι βρίσκονται μαζί. Στον ίδιο Χώρο, στον ίδιο Χρόνο… Αλλά κυρίως στον ίδιο Χρόνο… Γιατί, διαπίστωσε, ότι ο Χώρος μπορεί να καταργηθεί ως Διάσταση. Οι δυο τους μπορούσαν να είναι Παντού Μαζί. Αυτός μπορούσε πια να είναι όπου ήταν Εκείνη - και να βλέπει με τα Μάτια Της, να αισθάνεται με τις Αισθήσεις Της.

«… σαν την Απομακρυσμένη Σύνδεση στους υπολογιστές - το Remote Desktop», σκέφτηκε ασυναίσθητα. Πώς του ‘ρθε τώρα αυτό… Ε, δεν είναι τυχαίο, με υπολογιστές ασχολείται. Και κατά κάποιο τρόπο, αισθάνεται σαν μικρός Θεός όταν προγραμματίζει, όταν υλοποιεί κατασκευάσματα του νου του. Νιώθει ότι δίνει συμπεριφορά σε κάτι που είναι άψυχο. Νιώθει ότι «φυσάει πνοή ζωής» στα bits του επεξεργαστή του κι έτσι αυτά αποκτούν - άυλη – υπόσταση, παίρνουν «κάποια» μορφή πάνω στην Οθόνη του, μέσα σ’ αυτό το Παράθυρο που ανοίγει ένα Σύμπαν Εικονικότητας μπροστά στα μάτια του. Εκεί ακριβώς που κάθεται…

Εκεί ακριβώς που Την γνώρισε. Εκεί ακριβώς που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του... Μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, στη δουλειά. Αυτή τη φορά, όμως, ξέρει ότι δεν Την κατασκεύασε, αλλά Την γνώρισε, Την άγγιξε, Την φίλησε, έκαναν έρωτα… Στην Πραγματικότητα…

«Ζήτω η Εικονικότητα!», σκέφτηκε.
Κι ας έχει πάει πάλι πέντε η ώρα το πρωί… Ξέρει ότι δεν ονειρεύεται, ότι δεν ξύπνησε απότομα με το κεφάλι πεσμένο πάνω στο γραφείο, δίπλα από το πληκτρολόγιο και το ποντίκι…

Σε Θηλυκό Πρόσωπο Πλοίου


"Προσοχή παρακαλώ! Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπτες όπως εξέλθουν. Το πλοίο σε λίγο αναχωρεί!"

Τα λόγια αυτά που ακούστηκαν από το μεγάφωνο που βρισκόταν πίσω μου μ' έκαναν να ξυπνήσω από την αφηρημάδα όπου είχα βυθιστεί παρακολουθώντας κάπως αμήχανα τις προετοιμασίες για το σαλπάρισμα του πλοίου. Η προειδοποίηση αυτή δεν είχε βέβαια μόνο αυτό το αποτέλεσμα, αλλά και να προσέξω στ' αριστερά μου όπως είχα στερεωθεί στα κάγκελα του δεύτερου καταστρώματος του πλοίου στο πίσω του μέρος, μια αδύνατη θηλυκή ύπαρξη. Τραβήχτηκα λίγο πιο πίσω, προσποιούμενος ότι τραμπαλίζομαι πιασμένος από το σιδερένιο κάγκελο, για να την παρατηρήσω κάπως πιο προσεκτικά.
Το πρόσωπό της φανέρωνε το πόσο αδύνατο πρέπει να ήταν το υπόλοιπο σώμα της. Παρ' όλ' αυτά, η μακριά μπλούζα που ήταν κάπως ακατάστατα ριγμένη στους προφανώς λεπτούς ώμους της, την έκανε να φαίνεται κάπως πιο κομψά σωματώδης. Η μπλούζα αυτή ήταν δεμένη στη μέση της με ένα μπλε κορδόνι ενώ από κάτω φορούσε ένα λινό αεράτο παντελόνι με ακαθόριστα σχήματα και χρώματα μπλεγμένα μεταξύ τους.
Ξανατραβήχτηκα μπροστά με τα χέρια μου, περισσότερο για να μην δώσω υποψίες ότι την περιεργαζόμουν και συνέχισα προσποιητά να παρακολουθώ τα φορτηγά που κατάπινε το πλοίο. Βέβαια, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία πετούσα και κάποια γρήγορη ματιά στην συνταξιδιώτισσά μου που βρισκόταν δίπλα μου να κοιτάει μάλλον ανέμελη κι εκείνη το θέαμα που προσφερόταν από κάτω μας.
Εντελώς ξαφνικά άφησε τα κάγκελα και κατευθύνθηκε στα πράγματά της που είχε λίγο πιο πίσω μας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τρία άτομα κατευθύνθηκαν προς το κενό που δημιουργήθηκε ανάμεσα σ' εμένα κι εκείνους που βρίσκονταν δίπλα της. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εντελώς ενστικτωδώς έσπευσα να "γεμίσω" αυτό το κενό, απλώνοντας τα χέρια μου, προσποιούμενος ότι δεν τους είδα να πλησιάζουν για να καταλάβουν κι εκείνοι κάποια θέση στο θεωρείο που είχαμε εκεί πάνω.
Το άτομο που είχε συγκεντρώσει την προσοχή μου από την αρχή που το αντίκρυσα ξαναγύρισε μ' ένα πακέτο τσιγάρα και έναν αναπτήρα στο χέρι. Τα τρία άτομα μας προσπέρασαν αφότου κατάλαβαν πως η θέση που "είχαν βάλει στο μάτι" καταλήφθηκε. Εκείνη άναψε κάπως νευρικά ένα τσιγάρο που έβγαλε από το πακέτο, το οποίο μαζί με τον αναπτήρα χάθηκαν στην άβυσσο μιας εξαιρετικά μεγάλης τσέπης που διέθετε η μπλούζα της κατόχου τους. Συνέχισε να ρεμβάζει κοιτώντας πια τα βουνά που απλώνονταν μπροστά μας και παρατηρώντας τη καλύτερα, διαπίστωσα πως κάποια ανησυχία προσπαθούσε να κρύψει - τελείως αποτυχημένα. Αν ήταν σωστή η υπόθεσή μου, η αιτία παρέμενε άγνωστη.

"Προσοχή παρακαλώ! Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπτες όπως εξέλθουν. Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση!"

Από την τελευταία αυτή ειδοποίηση κατάλαβα πως το πήγαιν'έλα ανθρώπων και οχημάτων που ξετυλιγόταν μερικά μέτρα πιο κάτω από κει που στεκομασταν, θα είχε σταματήσει. Πραγματικά περνώντας τα μάτια μου πρώτα από κάτω, διαπίστωσα πως η υπόθεσή μου αυτή είχε βγει αληθινή και τα κατεύθυνα προς τα αριστερά μου. Μόλις τότε αντιλήφθηκα κάποια ίχνη δακρύων στα - όπως πρόσεξα - όμορφα καθαρά καφέ μάτια της. Αναρωτήθηκα τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά εκείνη τη στιγμή και, κατά λάθος, το μάτι μου έπεσε στο χέρι της που έτρεμε ελαφρά.
"Α, εδώ έχουμε κάτι σοβαρό", αναλογίστηκα κι ένιωσα κάποια συμπόνοια γι' αυτή την ύπαρξη - ίσως κι ένα θλιμμένο έρωτα. Για να πείσω τον εαυτό μου πως μπορεί να έκανα λάθος - ότι ο απογευματινός ήλιος χτυπούσε πάνω στα μάτια της και τα έκανε να γυαλίζουν - ασχολήθηκα λίγο με τα μαλλιά της. Ήταν πολύ ανοιχτά καστανά με, που και που, βαθυκόκκινες ανταύγειες που σε έκαναν να τα πεις άνετα και σκούρα ξανθά. Αναπόφευκτα όμως το βλέμμα μου ξαναπέρασε από τα μάτια της που αυτή τη φορά είχαν κοκκινήσει και κατάλαβα ότι πραγματικά έκλαιγε.
Κάτω, η προπέλα του πλοίου είχε ήδη αρχίσει ν' ανακατέβει τα νερά ενώ και ο τελευταίος κάβος είχε απελευθερωθεί από τον μώλο. Τα πρώτα χέρια είχαν ήδη αρχίσει να κουνιούνται και ν' αποχαιρετούν γνωστούς ενώ τα δάκρυα της συνταξιδιώτισσάς μου συνέχισαν ν' αναβλύζουν από τα μάτια της, λες και χαιρετούσαν κι αυτά με τον δικό τους τρόπο κάποιο οικείο πρόσωπο που ωστόσο δεν φαινόταν κάτω.
Η δύναμη με την οποία ταράζονταν τα νερά αύξαινε ολοένα όπως επίσης και η ένταση και τα ερωτηματικά μου για την ύπαρξη δίπλα μου. Το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται όπως και η κοπέλα από δίπλα, μόνο όμως για να πάρει ένα χαρτομάντηλο και να ξαναγυρίσει στη θέση της. Σκούπισε τη μύτη της κι από κει και ύστερα επακολούθησε το ρυθμικό ρούφηγμά της - όπως όταν κάποιος κλαίει και δεν θέλει να τον καταλάβουν. Μετά τα πρώτα αναφυλλητά που την συγκλόνισαν, ένιωσα την συμπόνοια που ανέφερα προηγουμένως να υπερνικάει την ευγένεια που απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η κατάσταση είχε προχωρήσει, όσο και το πλοίο είχε αφήσει πίσω του το λιμάνι που του είχε προσφέρει καταφύγιο για λίγη ώρα. Ξανακοιτώντας την κοπέλα δίπλα μου, που δεν ήξερε πια τι να πρωτοκρύψει - τα μάτια ή τη μύτη της που συνέχισε να "τρέχει" - ένιωσα πάλι πιο έντονη την επιθυμία να της μιλήσω, να τη ρωτήσω αν είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Πάλι όμως νίκησαν οι "καλοί τρόποι" που ακούστηκαν στη συνείδησή μου σαν: "και πού ξέρεις ότι ο άλλος θέλει να σου μιλήσει;", "την όρεξή σου έχει;", "άσ' την στην ησυχία της".
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ένα ακατανίκητο μίσος για τους "καλούς τρόπους", αυτούς που στην ουσία αποξενώνουν τους ανθρώπους όταν έχουν τέτοια "αποστολή". Να μην τολμάς να μιλήσεις σ' αυτόν που βρίσκεται δίπλα σου και που βλέπεις ότι υποφέρει μόνο και μόνο επειδή δεν τον ξέρεις...

Δ

Ξύπνησα αγκαλιά με το Κενό
Μίλησα στην Αύρα σου
Άκουσα τον Απόηχό σου
Περπάτησα με τον Ίσκιο σου
Έμαθα
Να βλέπω μέσα από τον Αέρα
Να μιλάω στον Κανένα
Κι Εσύ εκεί
Να αφουγκράζομαι τη Σιωπή
Να θυμάμαι το Άπιαστο
Το μυαλό να συγκρατεί το Φευγαλέο
Χωρίς Κίνηση
Να αντιλαμβάνομαι το Απέραντο
Να εκφράζω το Υπέρτατο
Σιωπηλά
Να αισθάνομαι το Τίποτα
Να αντέχω το Ανυπέρβλητα
Ωραίο
Κι έτσι διαπίστωσα
Τη Μικρότητα
Μέσα στο Άπειρο
Που χωράει το Άπειρο
Σαν Μνήμη
Μέσα στο Τώρα
Που χωράει το Πριν
Ολόκληρο
Κι έτσι
Χάρηκα με την Ανάμνησή σου
Χάρηκα που μπόρεσα
Και κοιμήθηκα με την Ονειρική Μορφή σου
Και έζησα με το Όραμά σου
Χωρίς Εσένα...

(Μ. Παρασκευή, 13.04.01)

Τω αγνώστω εαυτώ

Οι μέρες είναι άδειες
Οι νύχτες χωρίς νόημα
δεν λέω "σ' αγαπώ"
ενώ το εννοώ

Γιατί το ένα μου Εγώ
ντρέπεται να δει
το άλλο που τολμά
το πρώτο να αγνοεί

Τι παγίδα είν' αυτή
που δεν αφήνει την ψυχή
ειλικρινά να εκφραστεί
γι' αυτό που την δονεί

Γιατί όταν δεν είσ' εδώ
να θέλω να σε δω
- νά 'σαι εδω
σα να μην πρόκειται ποτέ
πια να σε ξαναδώ

Το μέσα μου θολό και μπερδεμένο
το αίσθημα να εκφραστεί μπλεγμένο
κι εσύ μέσα σου να λες
"θα περιμένω, θα περιμένω"

Γιατί ο δρόμος να μακραίνει
όταν το τέλος φαίνεται κοντά
αφού η ένταση για πάντα
μπορεί πιο ζωντανή να μένει

(Νοέμβρης 2002)

Φευγάτες Σκέψεις & Αστικές Αποδράσεις ή και αντίστροφα

Βραδάκι στο "κλεινόν άστυ", που όσο πάει και μας αποξενώνει, η ιδιωτική ζωή γίνεται ολοένα και πιο "ιδιωτική" και δε νοιάζει κανέναν εκτός από τον "ιδιοκτήτη" της, η καθημερινή παρουσία του "διπλανού" γίνεται τόσο μεγάλη συνήθεια που τελικά καταντάει να περνάει τόσο απαρατήρητη ώστε κι όταν λείψει να μη γίνεται αντιληπτή - όπως το ρυθμικό χτύπημα ενός ρολογιού τοίχου που ενώ στην αρχή δίνεις σημασία αναπόφευκτα στα καθοριστικά έως ενοχλητικά του "σημαδέματα" του χρόνου, μετά δεν το ακους καν, το αγνοείς γιατί ξέρεις ότι υπάρχει, ότι το αναμενόμενο χτύπημα θα ηχήσει όπως και το προηγούμενο, όπως και το επόμενο, όπως και αυτό.
Ξαφνικά η ανάγκη του ανθρώπου να "μετράει" τα πάντα γύρω του - αποστάσεις, χρόνους, ταχύτητες, αντικείμενα, ανθρώπους, θύματα, χρήματα, βάρη - καθίσταται περιττή γιατί απλά μπορεί να επιτευχθεί. Μόνο το άγνωστο αποτελεί πρόκληση και όταν η "κατάκτησή" του, η εξερεύνηση και αποτίμησή του το καταστήσουν "σαφές", παύει το ενδιαφέρον γι' αυτό, μπαίνει κι αυτό στην άκρη σαν μια ακόμη "εφεύρεση", "ανακάλυψη", "μέτρηση".
Τα πρακτικά και "αξιοποιήσιμα" αποτελέσματα αυτών θα έχουν σημασία για το αχόρταγο Ανθρώπινο Είδος που θέλει να βάζει τα πάντα να δουλεύουν αδιάκοπα γι' Αυτό και την "ευημερία" Του - τη δήθεν πρόοδό Του. Οι πεπερασμένες αισθήσεις του, που του δημιουργούν την αντίληψη του υλικού κόσμου και που - έμαθαν να - έχουν την ανάγκη του "απτού" για να του δημιουργήσουν το συμπέρασμα, τη μέτρηση, την απόρριψη, τη χρησιμότητα, αποτελούν τη μόνη οδό για τη συρρίκνωση των πέραν του αισθητού ικανοτήτων του.
Όλα πρέπει να γίνονται γρήγορα και με ακρίβεια για να έχουν αξία - στην πραγματικότητα "υπεραξία" για τη ζωή, η οποία γι αυτόν ακριβώς τον λόγο φαίνεται κι αυτή να έχει μικρύνει, ενώ όμως χωράει τόσα πολλά.
Το Σύμπαν όμως δεν "εξελίσσεται" προς τέτοιες κατευθύνσεις ούτε με τέτοιες ταχύτητες. Όλα συντελούνται τόσο αργά σ' αυτό που με τόση συνέπεια μας περιβάλλει και τόσο απερίγραπτη ομορφιά μας προσφέρει που γι' αυτό εντυπωσιάζει.
Ένας Μηχανισμός τόσο καλορυθμισμένος και γι' αυτό τόσο επιβλητικός που ξέρει να χαρίζει αλλά και παραδειγματικά - όχι εκδικητικά - να τιμωρεί οτιδήποτε έστω και στο ελάχιστο παρακωλύει την αέναη και γοητευτική λειτουργία του.
Ένας Μηχανισμός τόσο ασύλληπτα τέλειος για το μικρό ανθρώπινο μυαλό αλλά και γι'αυτό τόσο ευαίσθητος σε παρεμβάσεις-παραβάσεις όντων που φαντάζονται ότι θα φτάσουν τον Ήλιο χωρίς να κάψουν τα αδύναμα φτερά τους.
Κάθε βίαιη επιτάχυνση της λειτουργίας του επιφέρει ανωμαλίες που μόνο με πολλαπλάσιας βιαιότητας επαναφορά στα φυσιολογικά εξισορροπείται. Κι αυτό ο μικρότατος άνθρωπος με την απειροελάχιστη ηλικία του, σε σχέση με αυτή της κοιτίδας του, τώρα αρχίζει μόλις να το διακρίνει. Το Ανθρώπινο Είδος δεν είχε καταλάβει ότι η Υπομονή, η Αναμμονή και η Εγκράτεια αμείβονται. Κι αυτό ο Ταξιδιώτης του Χώρου και του Χρόνου το γνωρίζει και δεν το παραβιάζει, το τηρεί και γι' αυτό έχει συμμάχους τις Διαστάσεις του. Βρίσκει ισορροπία στη συνεχή Κίνηση γιατί άλλωστε η Στασιμότητα δεν χαρακτηρίζει το Περιβάλλον του. Η Αργή Κίνηση έχει τη Δύναμη. Ο Ταξιδιώτης ξέρει να περιμένει, να του αποκαλύπτονται, όχι να ανακαλύπτει με την ξιππασιά του - αρκεί να μην στέκεται.
Πρόσωπα, Γεγονότα, Ομορφιά. Και η Ευδαιμονία που του παρέχεται συντηρεί την κίνησή του.
Την πορεία του προς το Υπέρτατο, την Αλήθεια που τον περιμένει, το Τέλος που θα του ανοίξει σαν άλλη Διάσταση την Αρχή του Απείρου όπου εκεί μάλλον η Σκέψη και η Πράξη της αξεχώριστες διαδικασίες είναι...

Ταξίδι με την Υγρασία Χαμένης Ηλιαχτίδας (μέσα στον Χρόνο) ΥΧΗ365

Ξύπνησα από ένα παράξενο όνειρο. Από τα νερά μιας λίμνης αναδύθηκε η φιγούρα ενός γέρου με άσπρα μακριά μαλλιά και γενειάδα. Φορούσε έναν μακρύ πράσινο χιτώνα με κορδέλα που έπιανε από τις ακρες των μανικιών, ανέβαινε στο κολάρο του λαιμού κι από κει κατηφόριζε μέχρι το κάτω μέρος του ρούχου που σερνόταν ως τα πόδια. Κορμοστασιά περήφανη και συνάμα γερμένη, σα να είχε ξεφορτώσει μόλις από τους ώμους του το βάρος του Ουρανού που επί αιώνες βάσταζε σαν άλλος Άτλαντας....


Είχα διαπιστώσει πολλές φορές, ότι το κοιμισμένο υποσυνείδητο κάνει παιχνίδια που στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης. Αλλά τι λέω; Αυτά είναι λόγια ανθρώπων που απορρίπτουν την ύπαρξη των "υπεραισθητικών" (πέραν των συμβατικών αισθήσεων δηλαδή) λειτουργιών του ανθρώπου κι έτσι, μέσα στο σύγχρονο στήσιμο της κοινωνίας μας, αυτές έχουν εξαφανιστεί, σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Το Ένστικτο όμως, μίλησε - για άλλη μια φορά. Και το Ον πρέπει να το ακολουθήσει - για άλλη μια φορά. Γιατί σίγουρα κάτι καλό θα συμβεί - για άλλη μια φορά, όπως άλλωστε κάθε φορά που ακολουθεί κανείς το ένστικτο. Αγνοούνται τα αποθέματα τέτοιων δυνάμεων στην ανθρώπινη φύση, παρ' όλο που τόσο συχνά χρησιμοποιούνται. Γιατί δηλαδή οι ανθρώπινες αντιδράσεις, ακόμη και στα 220 χαω, σώζουν από το απευκταίο; Κανένα θηλαστικό πάνω στη Γη δεν "σχεδιάστηκε" να ταξιδεύει με τέτοιες ταχύτητες. Κι όμως...
Τίποτα προγραμματισμένο, όπως κάθε μου ταξίδι μέχρι τώρα. Ενθουσιώδεις σκέψεις της στιγμής, των οποίων η πραγματοποίηση δεν εξαρτάται από καιρό ή άλλου είδους συνθήκες, παρά μόνο από τη διάθεση. Κι επειδή αυτή πάντοτε υπάρχει, καμιά ευκαιρία δεν πάει χαμένη. Λίγα πράγματα στο σακκίδιο - μόνιμο συνοδό των τελευταίων ετών παρά τις αλλαγές μοτοσυκλέτας - στοιχειώδεις μηχανικοί έλεγχοι και τα χιλιόμετρα περίμεναν ανυπόμονα έξω από την Κηφισιά αυτή τη φορά.


"Εκτός των τειχών..."


Πώς μού 'ρθε πάλι αυτό;
Ο χρόνος: Μια ημέρα πριν την 54η επέτειο ενός ιστορικού ΟΧΙ. Ο τόπος: Η μικρή και η μεγάλη Πρέσπα. Ξεκίνησα μεσημέρι. Πρώτη διανυκτέρευση, Κοζάνη. Μια πόλη που φιλοξένησε για δύο χρόνια εφηβικά όνειρα κι έρωτες, που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Να όμως που ξαναξυπνούν στα βάθη της ψυχής και μια τεράστια συγκίνηση με πλημμυρίζει καθώς διασχίζω τη γέφυρα πάνω από την τεχνητή λίμνη του Αλιάκμονα. Ο όγκος των νερών από κάτω μου δεν αποτελεί παρά ένα μικρό μόνο μέρος της.
Έτσι την επόμενη μέρα δεν απέμενα παρά μόνο 130 χιλιόμετρα ως τον προορισμό. Άφησα πίσω τις αναμνήσεις αγαπημένων προσώπων που δεν κατάφερα να ξαναδώ, κρεμασμένες στους τεράστιους πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σαν άλλους ανεμοτσακισμένους χαρταετούς μιας Καθαρής Δευτέρας. Οδεύουμε πλέον προς Φλώρινα. Το απροστάτευτο πρόσωπο να απολαμβάνει χωρίς κανένα άλλο "φραγμό" την υπέροχη μέρα και τις εναλλαγές του τοπίου. Το περιβάλλον είναι ανοιξιάτικο και μόνον ο παγωμένος αέρας θυμίζει την πραγματική εποχή της εξόρμησης.
Όσο ανεβαίνουμε προς τα βόρεια, το χρώμα του πράσινου δίνει σιγά σιγά τη θέση του στις αποχρώσεις του κίτρινου και του καφέ, προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθεί μέσα τους. Τώρα οι στάσεις για φωτογράφηση έχουν γίνει συχνές. Η εκπληκτικά διάφανη ατμόσφαιρα και οι θεαματικοί σχηματισμοί των σύννεφων στον ουρανό συμβάλλουν φαίνεται τόσο πολύ στην ευφορία του Ανθρώπου, που έχει την εντύπωση ότι και η ίδια η Μοτοσυκλέτα χαίερεται τη διαδρομή. Οι πολλές κι εναλλασσόμενες στροφές πάνω στο Βέρνο φαίνονται τόσο άνετες μ' Αυτήν που θα 'λεγες ότι μόνο για τέτοιες συνθήκες δρόμου φτιάχηκε.
Μετά το Πισσοδέρι και το Ανταρτικό, μια αριστερή επιφύλασσε τη δικαίωση για κάθε ένα χιλιόμετρο που είχαν μοιραστεί το τελευταίο 24ωρο οι συνταξιδιώτες - ο διοπτροφόρος Άνθρωπος και η μονόφθαλμη Μοτοσυκλέτα. Η λίμνη της Μικρής Πρέσπας με το νησάκι του Αγ. Αχίλλειου πρόβαλλε σαν πίνακας με χωματικές συνθέσεις της περιόδου του Ντα Βίντσι, του Τισιανού και του Ντύρερ. Όσα είχαν ακούσει για τα τοπία αυτά αποδείχτηκαν "λίγα" σε σχέση με τα όσα αντίκρισε το πεντάφθαλμο δίδυμο.
Τα βουνά που φαίνονταν στο βάθος ήταν ελληνικά. Το τελευταίο προπύργιο της Ελλάδας μας στα βορειοδυτικά...


Πιο πολύ "Εκτός..."


Τα 48 τετραγωνικά χιλιόμετρα της Μικρής Πρέσπας έγιναν για λίγες στιγμές ολόκληρο το Δεσποτάτο της Ηπείρου, μαχών πεδίο μακρινών και μυθικών για μένα τοποθεσιών σαν το Δυρράχιο, την Αχρίδα, την Αυλώνα, το Κλειδί, τα Σέρβια. Η εποχή του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου και οι αγώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που πάντα με μάγευαν, έτσι όπως τα γνώρισα από την Πηνελόπη Δέλτα.
Δεν ξέρω αν μέρες ολόκληρες ακίνητος, θα ήταν αρκετές για να ονειροπολώ στη θέση αυτή. Πάντως οι στιγμές σίγουρα δεν ήταν. Και δεν θα έφταναν ούτε οι λίγες ώρες της μέρας εκείνης. Μ' αυτή την πικρία - πως δεν θα προλάβαινα να δω το πέρασμα της πρώτης Σταυροφορίας, αυτής που ξεκίνησε το 1096 από το "Βάριον και το Βρινδήσιον" της γειτονικής μας Ιταλίας, ή αυτής των Βενετών Σταυροφόρων αργότερα (το 1204), που κούρσεψαν για πρώτη φορά την Βασιλεύουσα - συνέχισα την οδήγηση παράλληλα με τις όχθες της λίμνης. Κίνηση στον μοναδικό δρόμο της περιοχής δεν υπήρχε - κι ευτυχώς διότι τα μάτια μου δεν θα τα είχα πάνω του, έτσι κι αλλιώς. Ίσως τότε να χρειαζόταν να επιστρατεύσω εκείνα τα αποθέματα των υπεραισθητικών λειτουργιών που ανέφερα στην αρχή.
Καθώς άφηνα πίσω μου τη Μικρολίμνη για να συναντήσω την μεγάλη αδελφή της οικογένειας των Πρεσπών, ένιωσα την υπογλυκαιμία μέσα μου να εντείνεται. Είχα μεταφερθεί πια - σαν από κάποια χρονομηχανή - στην εποχή της κρίσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα άξια μέλη των δυναστειών των Αγγέλων και των Κομνηνών περνούσαν από μπροστά μου θυμίζοντάς μου ότι οι ενέργειές τους δεν αρκούσαν για να επανορθώσουν τις ζημιές που προκαλούσαν ανάξια άτομα και αυτοκράτορες της εποχής εκεινης. Περιοδικοί συνασπισμοί Νορμανδών και Βενετών, Σταυροφορίες και φιλοτουργική πολιτική ων γερμανικών φύλων του βορρά κατέληγαν σε απόσπαση εδαφών ή χρημάτων από τα ταμεία της Βασιλεύουσας για τη διατήρησή τους με κάθε μέσο ώς την τελική πτώση. "Εκτός των Τειχών..."
Τελευταίες φιγούρες αυτής της "παρέλασης" ο Φίλιππος του Τάραντα και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Σαμουήλ. Η εικόνα του τελευταίου ήταν εκείνη που είχε σχηματιστεί στο όνειρο. Δεν πρόλαβα όμως να αναρωτηθώ αν βρισκόμουν σ' εκείνη τη χρονική στιγμή του ονείρου, γιατί η θέα του παρόντος με ξανάφερε στην πραγματικότητα. Είχα φτάσει στο χωριό Ψαράδες. Ένα μικρό καταπράσινο λιβαδάκι, που φιλοξενούσε αρκετές ελεύθερες αγελάδες, αποτελούσε την όχθη σε κείνο το τμήμα της Μεγάλης Πρέσπας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η συνύπαρξή της με την υπόλοιπη εικόνα της λίμνης μου φάνηκε σε πρώτη εκτίμηση αταίριαστη. Το έδαφος ήταν βαλτώδες λόγω της γειτνίασης με το νερό. Πολλά - ετοιμόρροπα πια - σπίτια χτισμένα - ποιος ξέρει πότε - από πέτρα και ξύλινα δοκάρια, συμπλήρωναν αυτή την ακόμη παράξενη εικόνα που δέσποζε ενός τοπίου με εμφανή την "πολιτισμική" παρέμβαση των καιρών μας: ένα τσιμεντοκαλυμμένο τμήμα της "παραλίας" φορτωμένο με ταβερνάκια και αυτοκίνητα με εκδρομείς. Τα σκουπίδια και τα πλαστικά απομεινάρια στο λιβάδι, απαραίτητοι συνοδοί της φάλτσας α-συμφωνίας ανάμεσα στην παράδοση και τον "πολιτισμό" σε παρθένο τοπίο. Η θέα μιας μοναχικής ακόμη Tengai με ταξιδιώτες ένα ζευγάρι με καθησύχασε μόνο.
Εγκατέλειψα λιγάκι πικραμένος το χωριό με προορισμό το Βροντερό, για να αντικρύσω λίγο αργότερα το μεγαλείο μιας Φύσης ανεξάντλητης σε εκπλήξεις για το αστικό μάτι. Η θέα της αντανάκλασης του τοπίου και του ουρανού πάνω στα ακίνητα νερά της λίμνης χόρταιναν για μια ολόκληρη ζωή. Οποία ψευδαίσθηση όμως η προεξόφληση τέτοιων λογαριασμών , αφού όλοι ξέρουμε ότι τα αφηνιασμένα άλογα των μηχανών μας δεν θα πουν ποτέ ΟΧΙ, όταν η ακόρεστη διάθεσή μας για την αποκάλυψη της μακρινής και ανέγγιχτης ακόμη από τους πολλούς παρθενικότητας, τα ζέψει στα ηνία ενός τιμονιού. Τότε που θα έχουν την ευκαιρία για ατελείωτα χιλιόμετρα και μερικές χιλιάδες κυβικά καθαρού αέρα θα φρεσκάρουν τα ταλαιπωρημένα από την πόλη πνευμόνια τους.
Τα δικά μου πάντως μου το ψιθύρισαν ξεκάθαρα, όταν πολύ αργότερα καθόμασταν και απολαμβάναμε ακόμη, μη ξέροντας πότε να φύγουμε. Το σινιάλο για τη φυγή το έδωσε μια φυσική πηγή. Ο Ήλιος σαν εξαφανίστηκε πίσω από τα βουνά. Και τότε ήταν που ένιωσα την Υγρασία της Χαμένης Ηλιαχτίδας, για όλο τον χρόνο... 365 ημέρες. Τότε το άκουσα... Και από τα πενήντα δύο μαζί...


(δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΜΟΤΟ, τ. 3, 1995)