
Έτσι πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι... Ένα κυριολεκτικά κατεστραμμένο καλοκαίρι. Με δύο συναντήσεις. Η δεύτερη ήδη ήταν το κύκνειο άσμα της συνύπαρξής τους. Οξύμωρο σχήμα γιατί μόλις άρχιζε η τρυφερή ιστοριούλα τους – σαν συνέχεια των μακρύτατων βραδιών σε γραφόμενα στο δίκτυο όπου τα είχαν πει σχεδόν όλα, τα είχαν αναλύσει σχεδόν όλα, τρυφερές επιχειρηματολογίες, συμφωνίες σε πολλά ζητήματα και συμπληρώσεις συμπερασμάτων του ενός προς τον άλλο, ακόμη ακόμη ζούσαν και πράγματα έστω από απόσταση, περίμενε ο ένας τον άλλο να ανοίξουν το chat για να βρεθούν ύστερα από μια ολόκληρη μέρα, να πουν τι έκαναν, τι είδαν, είχαν αρχίσει μάλιστα να ψυχολογούν ο ένας τον άλλο έστω από απόσταση και να πειράζονται για τα «κουσουράκια» τους κι επιφυλάσσονταν για όταν θα βρίσκονταν από κοντά πια - αλλά ο Χρόνος είχε ήδη πει την τελευταία του λέξη. Εν αγνοία του... Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θ’ ακολουθούσε... Την Καταστροφή. Εκείνη πήγε στο νησί με μια παρέα της. Εκείνος χαιρόταν που το «κορίτσι» του – δεν είχε γίνει βέβαια τίποτε ακόμη αλλά αυτός έτσι αισθανόταν ήδη, χωρίς λόγο - και μάλιστα εκείνη τη δεύτερη και τελευταία - όπως αποδείχτηκε μακροπρόθεσμα - βράδινή τους συνάντηση την αποχαιρετούσε - πού να ήξερε ότι έτσι πραγματικά θα ήταν, ‘αποχαιρετισμός’ - ξεπροβοδίζοντάς την με υποδείξεις πού να πάει, τι να δει, σε ποια μαγαζιά να πάει για μουσική...
Ακολούθησαν τέσσερα πέντε βράδια - ούτε θυμόταν πια, ο χρόνος αναμονής για συνάντηση μαζί της είχε γίνει αυτό που διαφημίζουν οι εταιρείες τηλεφωνίας, απεριόριστος, "περισσότερο δεν θα βρείτε" - αλεπάλληλων μηνυμάτων σε διάφορες ώρες και καταστάσεις όπως αποδεικνυόταν από το περιεχόμενό τους – “είμαι μεθυσμένη μωρό μου και σε θέλω πολύ”, “δεν θα έλεγα όχι να σε καβαλήσω”, “νιώθω τεράστια κ***α μωρό μου” – και δεν πίστευε αυτά που διάβαζε... Οι απαντήσεις του στα μηνύματά της δεν έκρυβαν ούτε και τις δικές του διαθέσεις... Πού να ‘ξερε πόσο γελοίο μπορεί να τον έκαναν ν’ ακούγεται οι μετέπειτα αρνήσεις της να τον συναντήσει – αλλά πάντα με πολύ αληθοφανή και ορθολογικό τρόπο, πάντοτε υπήρχε λόγος για να μην τον συναντήσει – μόνο αυτός δεν θα τον μάθαινε ποτέ, τον πραγματικό βέβαια... Έλεγε πια στον εαυτό του και χαιρόταν απεριόριστα γι’ αυτό ότι επιτέλους είχε βρει μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση – φαινόταν να τα έχει όλα αυτή η ιστορία, άλλη μια χαμένη ιστορία...
Και ξαφνικά, σιωπή, νέκρα, “σιγή ασυρμάτου” που λέγανε κάποτε... Έστελνε μηνύματα που έμεναν αναπάντητα για ώρες.
Ναυαγός μέσα στην αλύπητη, αβυσσαλέα και τρικυμιώδη απεραντοσύνη της γυναικείας καρδιάς έστελνε περιστέρια με μηνύματα γαντζωμένα στα μικρά τους ποδαράκια, τα έστελνε μέσα σε άδειες γυάλινες μποτίλιες να ταξιδέψουν χιλιάδες ναυτικά μίλια μέχρι κάποια ύπαρξη – ποια; μόνο μία – να ενδιαφερθεί για την “τύχη” του – “μια τύχη άτυχη που πια δεν την γνωρίζω”...

Ίσως ποτέ δεν θα μάθει τον πραγματικό λόγο που εκείνη η δεύτερη φορά που την συνάντησε ήταν και η τελευταία...