ΝαΠοταμιαΝου

Κάθεται μπροστά στο ανοιχτό φωτεινό παράθυρο και χαμογελάει ασυναίσθητα… Έτσι είναι το πρόσωπό του τον τελευταίο καιρό. «Φοράει» ένα αχνό και μόνιμο χαμόγελο. Νιώθει τόσο αδειασμένος - αλλά και τόσο γεμάτος.

Ήρθε, λοιπόν και γι’ αυτόν ο Καιρός… Αισθάνεται σα να είναι ξαπλωμένος με χέρια και πόδια ανοιχτά – ίδιος με τον Άνθρωπο του Βιτρούβιου στον «Κανόνα περί (ανθρωπίνων) Αναλογιών», εκείνο το σκίτσο του Ντα Βίντσι που απεικονίζει τον Άνθρωπο εγγεγραμμένο σε κύκλο και τετράγωνο – πάνω σε μουσκεμένο Έδαφος και να μην τον νοιάζει αν ο Ουρανός αδειάζει πάνω τους ασύλληπτες ποσότητες νερού. Και αυτός και η γη είναι τόσο διψασμένοι για νερό… Γι’ αυτό το Νερό. Έχει αφεθεί να γυρνάει από πλευρό σε πλευρό χωρίς σταματημό – πώς ξετυλίγεται ένα χαλί – πάνω στο μουλιασμένο έδαφος και δεν τον νοιάζει που το νερό που δεν έχει απορροφηθεί από την πλημμυρισμένη γη σε λίγο θα ανακατευτεί με το χώμα, τη σκόνη και θα γίνει αραιή, ρέουσα λάσπη. Εκεί μέσα θέλει να κυλιστεί. Αυτό του είχε λείψει. Πάνω σε μουσκεμένα, αναμαλλιασμένα, αναστατωμένα σεντόνια. Ύστερα από την περίοδο της Συναισθηματικής Ξηρασίας, έβρεξε και γι’ αυτόν… Έρωτας…

Έχει αδειάσει γιατί η ύπαρξή Της και η συνεύρεσή τους δεν του αφήνει περιθώρια για τίποτ' άλλο από την και στην πραγματική ζωή. Δεν βλέπει πια γύρω του. Όλα τα πρόσωπα γύρω του είναι παραλλαγές του ίδιου Προσώπου - Εκείνης. Της Γυναίκας. Με γράμμα γ Κεφαλαίο. Όχι του. Δεν μπορεί επίσης να είναι έτσι. Να του ανήκει. Είναι όπως η Γη. Η Γη δεν μπορεί να ανήκει στον Άνθρωπο.
Κανένα πρόσωπο δεν έχει το μεγαλείο το δικό Της. Όλα μοιάζουν σε Αυτήν αλλά Εκείνη σε κανένα. Δεν θα μπορούσε να είναι έτσι, γιατί Εκείνη τα περικλείει όλα. ΕΙΝΑΙ όλα. Είναι Μουσική, είναι Ζωή, είναι Υπέρβαση του Νου, είναι Εμπειρία, είναι Μαγεία, είναι η ίδια η Φύση. Είναι το Άπιαστο που επιτέλους είναι μπροστά του. Κάθε στιγμή. Είναι το Υπερβατικό που μόνο στα διαβάσματα έβρισκε και το θαύμαζε γιατί δεν μπορούσε να το χωρέσει ο Νους του. Είναι τα Μάτια της, τα πράσινα Μάτια της που μέσα στο γλάρωμά τους χάνεται... Είναι το Στόμα της, αυτό το μεγάλο Στόμα που θα ήθελε να ανοίξει και να τον καταπιεί για πάντα μέσα στην Ύπαρξή της. Είναι το Αιδοίο της, μια άλλη γλυκιά μικρή Συμπαντική Μαύρη Τρύπα που, όταν βρίσκεται μέσα του, το βέλος του Χρόνου αντιστρέφεται κι αυτός βρίσκεται να κολυμπάει μέσα στην Αιωνιότητα. Να μπει μέσα Της, από παντού. Να ζει μέσα Της. Να βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλό της σαν ηλεκτρική εκκένωση, σαν εγκεφαλικό σήμα που διατρέχει τα δισεκατομμύρια νευρώνες της με ασύλληπτη ταχύτητα. Να μπορεί να τα διαβάσει όλα Της… Σκέψεις, συναισθήματα, ερωτηματικά, επιθυμίες, διαθέσεις… Κι έτσι να μπορεί να τα πραγματοποιήσει πριν αυτά πάρουν τη μορφή φράσεων… Να τα απαντήσει πριν πάρουν τη μορφή ερωτημάτων… Να τα απαλύνει πριν γίνουν δάκρυα… Να τα ενισχύσει για να γίνουν δυνατότερο γέλιο… Να τα αποτρέψει πριν Την τρομάξουν, πριν Την ταράξουν…

Τι ήθελε δηλαδή να γίνει Θεός ; Αυτός, ένας μικρός άνθρωπος; Όχι, όχι, είχε παρασυρθεί πάλι… Μέσα στην παραληρηματική του διάθεση να ζήσει τα πράγματα εν τη γενέσει τους, είχε γίνει βλάσφημος. Πετούσε ψηλά, σχεδόν κοντά στον Ήλιο, αυτός ο Μικρός αλλά Ερωτευμένος Ίκαρος και κινδύνευε να κάψει τα φτερά του. Μήπως σκεφτόταν κιόλας ότι ήταν κοντά στην αποκάλυψη της Φιλοσοφικής, Αλχημικής Λίθου; Στο Ελιξίριο της Ζωής; Ε, μάλλον… Γιατί Εκείνη του τα είχε εμπνεύσει αυτά… Η φιγούρα της που έμοιαζε με αδικημένη μάγισσα του Μεσαίωνα…

Πίστευε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις στο μυαλό ενός συνηθισμένου, καθημερινού, συμβατικού ανθρώπου. Το Σύμπαν όμως αποφάσισε αλλιώς. Αποφάσισε να του δείξει το Μεγαλείο του. Το Μεγαλείο των Στιγμών που μπορούν να ζήσουν Δύο Άνθρωποι. Το Μεγαλείο του Χρόνου που σταματά - να, λοιπόν, που ο Χρόνος αμβλύνεται – όταν Δύο Άνθρωποι βρίσκονται μαζί. Στον ίδιο Χώρο, στον ίδιο Χρόνο… Αλλά κυρίως στον ίδιο Χρόνο… Γιατί, διαπίστωσε, ότι ο Χώρος μπορεί να καταργηθεί ως Διάσταση. Οι δυο τους μπορούσαν να είναι Παντού Μαζί. Αυτός μπορούσε πια να είναι όπου ήταν Εκείνη - και να βλέπει με τα Μάτια Της, να αισθάνεται με τις Αισθήσεις Της.

«… σαν την Απομακρυσμένη Σύνδεση στους υπολογιστές - το Remote Desktop», σκέφτηκε ασυναίσθητα. Πώς του ‘ρθε τώρα αυτό… Ε, δεν είναι τυχαίο, με υπολογιστές ασχολείται. Και κατά κάποιο τρόπο, αισθάνεται σαν μικρός Θεός όταν προγραμματίζει, όταν υλοποιεί κατασκευάσματα του νου του. Νιώθει ότι δίνει συμπεριφορά σε κάτι που είναι άψυχο. Νιώθει ότι «φυσάει πνοή ζωής» στα bits του επεξεργαστή του κι έτσι αυτά αποκτούν - άυλη – υπόσταση, παίρνουν «κάποια» μορφή πάνω στην Οθόνη του, μέσα σ’ αυτό το Παράθυρο που ανοίγει ένα Σύμπαν Εικονικότητας μπροστά στα μάτια του. Εκεί ακριβώς που κάθεται…

Εκεί ακριβώς που Την γνώρισε. Εκεί ακριβώς που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του... Μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, στη δουλειά. Αυτή τη φορά, όμως, ξέρει ότι δεν Την κατασκεύασε, αλλά Την γνώρισε, Την άγγιξε, Την φίλησε, έκαναν έρωτα… Στην Πραγματικότητα…

«Ζήτω η Εικονικότητα!», σκέφτηκε.
Κι ας έχει πάει πάλι πέντε η ώρα το πρωί… Ξέρει ότι δεν ονειρεύεται, ότι δεν ξύπνησε απότομα με το κεφάλι πεσμένο πάνω στο γραφείο, δίπλα από το πληκτρολόγιο και το ποντίκι…

1 comment:

markos-the-gnostic said...

ω ρε έρως... τι αρρώστια κι αυτή...