Περνούσε ο καιρός και το "ομορφοτερατάκι" ή "τερατομορφάκι", όπως το έλεγαν οι γυναίκες, μεγάλωνε περίεργα, όπως επίσης και μία κοτσιδούλα που αναπτυσσόταν με τον καιρό στα πολύ πυκνά μαύρα μαλλάκια του. Σχεδόν δεν έτρωγε τίποτα, γάλα δεν φαινόταν να χρειάζεται, ωστόσο μεγάλωνε. Όχι τόσο σε διαστάσεις όσο σε μορφή. Μικροκαμωμένο παρέμενε γιατί - μην ξεχνάμε - ήταν πετούμενο. Πετούσε συνέχεια αλλά όχι πολύ ψηλά. Το έχαναν μέσα στα δέντρα, κάποιες φορές το έβρισκαν τυχαία στο υπόγειο να σκαλίζει κάτι ηλεκτρολογικά - λάμπες, ασφάλειες, μπαταρίες, καλώδια - αφημένα από καιρό εκεί ως ανταλλακτικά. Το λιγοστό νερό που έπινε το ρουφούσε με τη γλωσσίτσα του από μια μικρή στέρνα που είχε η βρύση της αυλής... Αναρωτιόντουσαν οι γυναίκες "πώς μεγάλωνε τούτο δω" ώσπου μια μέρα κάποιας το μάτι πήρε κάτι σαν μαύρη ουρίτσα να κρέμεται από τα χαμηλά κλαδιά ενός δέντρου. Προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό και ακολουθώντας - με λίγη δυσκολία είναι αλήθεια μέσα απ' τη φυλλωσιά του δέντρου - το αρκετό μήκος αυτής της περίεργης "ουρίτσας", έφτασε στο σωματάκι του πλάσματός τους που είχε στρογγυλοκαθήσει και μασουλούσε έντομα, φυλλαράκια και κάτι μικρά σαν καρπούς. Η "ουρίτσα" ήταν η παχιά κοτσιδούλα του που μεγάλωνε κι αυτή σιγά σιγά κατά μήκος της πλάτης του. Η γυναίκα έκανε νόημα σιωπηλά σε δυο τρεις άλλες που ήταν κοντα, να έρθουν να δουν κι αυτές, δείχνοντας ψηλά προς την κατεύθυνση της στραμμένης πλάτης πάνω στο κλαδί. Διηγήθηκαν και στις υπόλοιπες αργότερα μέσα στην ημέρα και από μόνο του τους δημιουργήθηκε το όνομα που θα έδιναν στο πλασματάκι τους : Κοτσιδούλης! Σιγά σιγά το συνήθιζαν οι γυναίκες και τίποτα δεν τους έκανε έκπληξη, ωστόσο δεν μπορούσαν να συνδέσουν τη φυσική του εμφάνιση ως "πετούμενο" με το ότι δεν κελαηδούσε αλλά είχε ένα κελαρυστό γέλιο που του έβγαινε ρυθμικά σαν τα χτυπήματα ενός τρυποκάρυδου σε δέντρο, μόνο που ο ήχος ήταν αυτό το κοφτό "γελάκι". Επίσης, αυτό που κυριαρχούσε μέσα στην καθημερινή του "λαλιά" ήταν το μελωδικό μουρμούρισμα αφηρημένων μελωδιών που σχεδόν τίποτα δεν θύμιζαν από κάποιες συνηθισμένες ή έστω από κάποιες που μπορεί λιγότεροι να ήξεραν.
Σιγοτραγουδούσε σχεδόν όλη την ημέρα - αφηρημένα αλλά πολύ μελωδικά. Ώσπου μια μέρα, καιρό αργότερα, μία από τις γυναίκες του οικήματος ακολούθησε τον απόηχο αυτού του μελωδικού τραγουδιστικού μουρμουρίσματος και οδηγήθηκε σ' εκείνο το υπόγειο. Ακροπατώντας πέρασε το κεφάλι της στην μισόκλειστη πόρτα και είδε τον Κοτσιδούλη τους να σκαλίζει τα ηλεκτρολογικά ανταλλακτικά τους κατά την προσφιλή του συνήθεια. Από περιέργεια έμεινε εκεί να κρυφοκοιτάει προσπαθώντας ακόμη και την ανάσα της να περιορίσει για να μην γίνει αντιληπτή. Παρακολουθούσε την μικρή γνωστή πλατίτσα με την κοτσιδούλα που την διέτρεχε αλλά δεν μπορούσε να δει με τι ασχολείτο ο αγαπημένος τους "Κοτσιδούλης" ώσπου κάποια στιγμή τα φτεράκια του αρχισαν να πεταρίζουν έντονα. Ό,τι κι αν είχε μπροστά του ο Κοτσιδούλης - που εκείνη δεν μπορούσε να δει - φεγγοβολούσε με αυξανόμενη ένταση. Τα μάτια της ορθάνοιξαν από έκπληξη και πολύ θα ήθελε να δει τι ήταν αυτό αλλά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα εκείνη διότι το πετάρισμα του Κοτσιδούλη τον σήκωσε σιγά σιγά απ' το πάτωμα. Το παράξενο "ανθρωποεντομάκι" τους στριφογύρισε για λίγο στο δωμάτιο κρατώντας στο χεράκι του μια λάμπα που φεγγοβολούσε - χωρίς να είναι με κάποιο καλώδιο συνδεδεμένη στον τοίχο! Τράβηξε το κεφάλι της απ' το άνοιγμα της πόρτας για να μην την αντιληφθεί ο Κοτσιδούλης και ξεροκατάπιε προσπαθώντας να καταλάβει τι είδε! Ξαναπέρασε το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας και τον είδε να πεταρίζει ολόγυρα στο δωμάτιο και να τραγουδάει με στόμφο ως συνήθως συνεχίζοντας να κρατάει τη λάμπα που φεγγοβολούσε. Παρατήρησε ότι όταν χαμήλωνε την ένταση του πεταρίσματός του, χαμήλωνε και το φως της λάμπας! "Τ' είν' τούτο;" έπιασε τον εαυτό της ν' αναρωτιέται και πρόσεξε καλύτερα ότι δεν κρατούσε την λάμπα κατευθείαν με το χεράκι του αλλά την είχε πάνω σε κάτι που έμοιαζε με ραβδάκι! "Άλλο και τούτο!" είπε πάλι από μέσα της και πολύ θα ήθελε να δει σε καθρέφτη πόσο έχουν ανοίξει τα μάτια της. Άφησε τον "γεννητριούλη" - αυθόρμητα της ήρθε κι άλλο όνομα για το πλασματάκι τους - να ασχολείται με τα του υπογείου και ακροπατώντας ανέβηκε τη σκάλα προς τα πάνω.
Έτρεξε και βρήκε και τις υπόλοιπες γυναίκες του οικήματος και τους μίλησε για τη νέα ιδιότητα του Κοτσιδούλη τους. Όλες βρήκαν πολύ ευρηματικό το νέο ονοματάκι που σκαρφίστηκε η συντρόφισσά τους ύστερ' απ' αυτό που είδε αλλά μάλλον καμιάς το μυαλό δεν συμφώνησε να φωνάζουν τον Κοτσιδούλη τους "Γεννητριούλη". Κάποιες σκέφτηκαν πως ένα τέτοιο όνομα θα τους θύμιζε την αναπάντεχη γέννησή του καθώς και τη νέα γυναίκα που φιλοξένησαν για λίγο καιρό εδώ. Εξάλλου αυτές οι ίδιες δεν ήταν οι "γεννήτριές" του; Αυτές δηλαδή που ξεγέννησαν τη μάνα του; Δεν ήθελαν να θυμούνται πόσο είχαν σκιαχτεί από το περίεργο γέννημα αυτής της γυναίκας. Παρ' όλο που καιρό τώρα απολάμβαναν την παρουσία του Κοτσιδούλη τους και τον αγαπούσαν ολοένα και περισσότερο, προτιμούσαν να αφήσουν το γεγονός της γέννησής του σαν μακρινή, σχεδόν ανύπαρκτη, ανάμνηση χαμένη στον Χρόνο. Όπως ακριβώς και την "απόκοσμη" μητέρα του - σα να μην υπήρξε κι αυτή ποτέ...
Το υποκοριστικό "Γεννητριούλης" το απέρριψαν μεν ως όνομα, τις παρακίνησε όμως δε να σκαρφιστούν κάποια "χρησιμότητα" γι' αυτή την ιδιότητα του Κοτσιδούλη τους: Καθώς το οίκημά τους βρισκόταν αρκετά μακριά από τον κατοικημένο τόπο, πέρα από το ποτάμι, πρακτικά δεν είχαν ρεύμα. Κάποτε τους είχαν φέρει μέχρι εκεί μια ηλεκτρική γραμμή - κυρίως για να μπορούν να κάνουν και τις "θεραπευτικές συνεδρίες ρεύματος" υπό την εποπτεία και του γιατρού. Αφότου ύστερ' από καιρό έφυγε και ο γιατρός - θύμα κι αυτός πάλι ανυπόστατων "αφηγημάτων" για περίεργες "σχέσεις" του εν μέσω ψυχολογικής φροντίδας που παρείχε σε κάποιες γυναίκες - η μονάδα αυτή έπεσε σε αχρηστία και μαζί μ' αυτή και η παροχή ρεύματος στο οίκημα. Μετά από αρκετό καιρό κατάστασης μία-δούλευε-μία-δεν-δούλευε, το οίκημα πρακτικά δεν είχε ρεύμα και οι γυναίκες το δέχτηκαν πολύ ομαλά, σχεδόν σαν να μην το παρατηρούσαν διότι σχεδόν δεν το χρειάζονταν. Ύστερα από την κουραστική δουλειά μιας ολόκληρης ημέρας ποια είχε κουράγιο να ξεφυλλίσει κάποιο βιβλίο, να ασχοληθεί με κανένα πλέξιμο ή κέντημα;
Αλλά ακριβώς τώρα, αυτή η ιδιότητα του "Κοτσιδούλη" τους, τους ξύπνησε τη διάθεση αυτή την ξεχασμένη "πολυτέλεια" να την κάνουν "ανάγκη". Εν μέσω χαχανητών αγάπης και συντροφικότητας συμφώνησαν να προτείνουν στον Κοτσιδούλη τους να συντηρεί για κανένα δίωρο κάποια βράδια με το πετάρισμά του το φως ενός παρατημένου φωτιστικού που υπήρχε στο κεντρικό δωμάτιο του οικήματος με το τζάκι. Θα ετοίμαζαν και κάποιο πρόχειρο φαγητό για κείνον, να τσιμπολογήσουν κι αυτές και - με τη βοήθεια και κάποιων κεριών - θα κάθονταν να διαβάσουν κανένα απ' τα σκονισμένα και ξεχασμένα στη βιβλιοθήκη λιγοστά βιβλία υπό το φως και τη συντροφιά του "πετούμενου φωτιστικού" τους!
συνεχίζεται...
(image is : Relativity Lattice, 1953, M.C. Escher)