Showing posts with label fiction. Show all posts
Showing posts with label fiction. Show all posts

Κοτσιδοραβδούλης: Ο πρώτος καιρός - The Early Years


Περνούσε ο καιρός και το "ομορφοτερατάκι" ή "τερατομορφάκι", όπως το έλεγαν οι γυναίκες, μεγάλωνε περίεργα, όπως επίσης και μία κοτσιδούλα που αναπτυσσόταν με τον καιρό στα πολύ πυκνά μαύρα μαλλάκια του. Σχεδόν δεν έτρωγε τίποτα, γάλα δεν φαινόταν να χρειάζεται, ωστόσο μεγάλωνε. Όχι τόσο σε διαστάσεις όσο σε μορφή. Μικροκαμωμένο παρέμενε γιατί - μην ξεχνάμε - ήταν πετούμενο. Πετούσε συνέχεια αλλά όχι πολύ ψηλά. Το έχαναν μέσα στα δέντρα, κάποιες φορές το έβρισκαν τυχαία στο υπόγειο να σκαλίζει κάτι ηλεκτρολογικά - λάμπες, ασφάλειες, μπαταρίες, καλώδια - αφημένα από καιρό εκεί ως ανταλλακτικά. Το λιγοστό νερό που έπινε το ρουφούσε με τη γλωσσίτσα του από μια μικρή στέρνα που είχε η βρύση της αυλής... Αναρωτιόντουσαν οι γυναίκες "πώς μεγάλωνε τούτο δω" ώσπου μια μέρα κάποιας το μάτι πήρε κάτι σαν μαύρη ουρίτσα να κρέμεται από τα χαμηλά κλαδιά ενός δέντρου. Προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό και ακολουθώντας - με λίγη δυσκολία είναι αλήθεια μέσα απ' τη φυλλωσιά του δέντρου - το αρκετό μήκος αυτής της περίεργης "ουρίτσας", έφτασε στο σωματάκι του πλάσματός τους που είχε στρογγυλοκαθήσει και μασουλούσε έντομα, φυλλαράκια και κάτι μικρά σαν καρπούς. Η "ουρίτσα" ήταν η παχιά κοτσιδούλα του που μεγάλωνε κι αυτή σιγά σιγά κατά μήκος της πλάτης του. Η γυναίκα έκανε νόημα σιωπηλά σε δυο τρεις άλλες που ήταν κοντα, να έρθουν να δουν κι αυτές, δείχνοντας ψηλά προς την κατεύθυνση της στραμμένης πλάτης πάνω στο κλαδί. Διηγήθηκαν και στις υπόλοιπες αργότερα μέσα στην ημέρα και από μόνο του τους δημιουργήθηκε το όνομα που θα έδιναν στο πλασματάκι τους : Κοτσιδούλης! Σιγά σιγά το συνήθιζαν οι γυναίκες και τίποτα δεν τους έκανε έκπληξη, ωστόσο δεν μπορούσαν να συνδέσουν τη φυσική του εμφάνιση ως "πετούμενο" με το ότι δεν κελαηδούσε αλλά είχε ένα κελαρυστό γέλιο που του έβγαινε ρυθμικά σαν τα χτυπήματα ενός τρυποκάρυδου σε δέντρο, μόνο που ο ήχος ήταν αυτό το κοφτό "γελάκι". Επίσης, αυτό που κυριαρχούσε μέσα στην καθημερινή του "λαλιά" ήταν το μελωδικό μουρμούρισμα αφηρημένων μελωδιών που σχεδόν τίποτα δεν θύμιζαν από κάποιες συνηθισμένες ή έστω από κάποιες που μπορεί λιγότεροι να ήξεραν.

Σιγοτραγουδούσε σχεδόν όλη την ημέρα - αφηρημένα αλλά πολύ μελωδικά. Ώσπου μια μέρα, καιρό αργότερα, μία από τις γυναίκες του οικήματος ακολούθησε τον απόηχο αυτού του μελωδικού τραγουδιστικού μουρμουρίσματος και οδηγήθηκε σ' εκείνο το υπόγειο. Ακροπατώντας πέρασε το κεφάλι της στην μισόκλειστη πόρτα και είδε τον Κοτσιδούλη τους να σκαλίζει τα ηλεκτρολογικά ανταλλακτικά τους κατά την προσφιλή του συνήθεια. Από περιέργεια έμεινε εκεί να κρυφοκοιτάει προσπαθώντας ακόμη και την ανάσα της να περιορίσει για να μην γίνει αντιληπτή. Παρακολουθούσε την μικρή γνωστή πλατίτσα με την κοτσιδούλα που την διέτρεχε αλλά δεν μπορούσε να δει με τι ασχολείτο ο αγαπημένος τους "Κοτσιδούλης" ώσπου κάποια στιγμή τα φτεράκια του αρχισαν να πεταρίζουν έντονα. Ό,τι κι αν είχε μπροστά του ο Κοτσιδούλης - που εκείνη δεν μπορούσε να δει - φεγγοβολούσε με αυξανόμενη ένταση. Τα μάτια της ορθάνοιξαν από έκπληξη και πολύ θα ήθελε να δει τι ήταν αυτό αλλά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα εκείνη διότι το πετάρισμα του Κοτσιδούλη τον σήκωσε σιγά σιγά απ' το πάτωμα. Το παράξενο "ανθρωποεντομάκι" τους στριφογύρισε για λίγο στο δωμάτιο κρατώντας στο χεράκι του μια λάμπα που φεγγοβολούσε - χωρίς να είναι με κάποιο καλώδιο συνδεδεμένη στον τοίχο! Τράβηξε το κεφάλι της απ' το άνοιγμα της πόρτας για να μην την αντιληφθεί ο Κοτσιδούλης και ξεροκατάπιε προσπαθώντας να καταλάβει τι είδε! Ξαναπέρασε το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας και τον είδε να πεταρίζει ολόγυρα στο δωμάτιο και να τραγουδάει με στόμφο ως συνήθως συνεχίζοντας να κρατάει τη λάμπα που φεγγοβολούσε. Παρατήρησε ότι όταν χαμήλωνε την ένταση του πεταρίσματός του, χαμήλωνε και το φως της λάμπας! "Τ' είν' τούτο;" έπιασε τον εαυτό της ν' αναρωτιέται και πρόσεξε καλύτερα ότι δεν κρατούσε την λάμπα κατευθείαν με το χεράκι του αλλά την είχε πάνω σε κάτι που έμοιαζε με ραβδάκι! "Άλλο και τούτο!" είπε πάλι από μέσα της και πολύ θα ήθελε να δει σε καθρέφτη πόσο έχουν ανοίξει τα μάτια της. Άφησε τον "γεννητριούλη" - αυθόρμητα της ήρθε κι άλλο όνομα για το πλασματάκι τους - να ασχολείται με τα του υπογείου και ακροπατώντας ανέβηκε τη σκάλα προς τα πάνω.

Έτρεξε και βρήκε και τις υπόλοιπες γυναίκες του οικήματος και τους μίλησε για τη νέα ιδιότητα του Κοτσιδούλη τους. Όλες βρήκαν πολύ ευρηματικό το νέο ονοματάκι που σκαρφίστηκε η συντρόφισσά τους ύστερ' απ' αυτό που είδε αλλά μάλλον καμιάς το μυαλό δεν συμφώνησε να φωνάζουν τον Κοτσιδούλη τους "Γεννητριούλη". Κάποιες σκέφτηκαν πως ένα τέτοιο όνομα θα τους θύμιζε την αναπάντεχη γέννησή του καθώς και τη νέα γυναίκα που φιλοξένησαν για λίγο καιρό εδώ. Εξάλλου αυτές οι ίδιες δεν ήταν οι "γεννήτριές" του; Αυτές δηλαδή που ξεγέννησαν τη μάνα του; Δεν ήθελαν να θυμούνται πόσο είχαν σκιαχτεί από το περίεργο γέννημα αυτής της γυναίκας. Παρ' όλο που καιρό τώρα απολάμβαναν την παρουσία του Κοτσιδούλη τους και τον αγαπούσαν ολοένα και περισσότερο, προτιμούσαν να αφήσουν το γεγονός της γέννησής του σαν μακρινή, σχεδόν ανύπαρκτη, ανάμνηση χαμένη στον Χρόνο. Όπως ακριβώς και την "απόκοσμη" μητέρα του - σα να μην υπήρξε κι αυτή ποτέ...

Το υποκοριστικό "Γεννητριούλης" το απέρριψαν μεν ως όνομα, τις παρακίνησε όμως δε να σκαρφιστούν κάποια "χρησιμότητα" γι' αυτή την ιδιότητα του Κοτσιδούλη τους: Καθώς το οίκημά τους βρισκόταν αρκετά μακριά από τον κατοικημένο τόπο, πέρα από το ποτάμι, πρακτικά δεν είχαν ρεύμα. Κάποτε τους είχαν φέρει μέχρι εκεί μια ηλεκτρική γραμμή - κυρίως για να μπορούν να κάνουν και τις "θεραπευτικές συνεδρίες ρεύματος" υπό την εποπτεία και του γιατρού. Αφότου ύστερ' από καιρό έφυγε και ο γιατρός - θύμα κι αυτός πάλι ανυπόστατων "αφηγημάτων" για περίεργες "σχέσεις" του εν μέσω ψυχολογικής φροντίδας που παρείχε σε κάποιες γυναίκες - η μονάδα αυτή έπεσε σε αχρηστία και μαζί μ' αυτή και η παροχή ρεύματος στο οίκημα. Μετά από αρκετό καιρό κατάστασης μία-δούλευε-μία-δεν-δούλευε, το οίκημα πρακτικά δεν είχε ρεύμα και οι γυναίκες το δέχτηκαν πολύ ομαλά, σχεδόν σαν να μην το παρατηρούσαν διότι σχεδόν δεν το χρειάζονταν. Ύστερα από την κουραστική δουλειά μιας ολόκληρης ημέρας ποια είχε κουράγιο να ξεφυλλίσει κάποιο βιβλίο, να ασχοληθεί με κανένα πλέξιμο ή κέντημα;

Αλλά ακριβώς τώρα, αυτή η ιδιότητα του "Κοτσιδούλη" τους, τους ξύπνησε τη διάθεση αυτή την ξεχασμένη "πολυτέλεια" να την κάνουν "ανάγκη". Εν μέσω χαχανητών αγάπης και συντροφικότητας συμφώνησαν να προτείνουν στον Κοτσιδούλη τους να συντηρεί για κανένα δίωρο κάποια βράδια με το πετάρισμά του το φως ενός παρατημένου φωτιστικού που υπήρχε στο κεντρικό δωμάτιο του οικήματος με το τζάκι. Θα ετοίμαζαν και κάποιο πρόχειρο φαγητό για κείνον, να τσιμπολογήσουν κι αυτές και - με τη βοήθεια και κάποιων κεριών - θα κάθονταν να διαβάσουν κανένα απ' τα σκονισμένα και ξεχασμένα στη βιβλιοθήκη λιγοστά βιβλία υπό το φως και τη συντροφιά του "πετούμενου φωτιστικού" τους!

συνεχίζεται...

(image is : Relativity Lattice, 1953, M.C. Escher)

Κοτσιδοραβδούλης : Η Γένεση - Genesis


Πετάριζε με τα διάφανα φτεράκια του ολόγυρα σε μία συγκεκριμένη λάμπα του δρόμου που δεν είχε πολύ δυνατό φως και ώρες ώρες τρεμόπαιζε αδύναμα και τσιτσίριζε σαν έτοιμη να σβήσει αλλά που ποτέ δεν έσβηνε... Έμενε σχεδόν πάντα μ' ένα υποτονικό φως και φαίνεται πως γι' αυτό ευθυνόταν πάλι η ηλεκτρική σύνδεση. Εξάλλου γι' αυτό η ηλεκτρική εταιρεία αντικατέστησε πλήρως τον στύλο στη γειτονιά. Ο προηγούμενος είχε χτυπηθεί από κεραυνό. Έτσι, όση "επαφή" δεν έκανε η λάμπα με τον ηλεκτρικό "ομφάλιο λώρο" της - τον μεταλλικό σωλήνα με τα καλώδια που την ένωνε με τον στύλο - άλλη τόση επιχειρούσε να κάνει το περίεργο και πειραχτήριο ξωτικάκι μας με τη νέα "λάμπα". Είχε μια διάθεση και τάση - ουχί ηλεκτρική, αλλά - προσέγγισης προς αυτά τα ανθρώπινα κατασκευάσματα - από μικρούλικο. Ίσως γιατί και η αρχή της ζωής του σηματοδοτήθηκε από μία τέτοια τυχαία, ατυχηματική "εκκένωση" μερικών δεκάδων βολτ.

Τα ψιθυρίσματα του τόπου μεταξύ των κουτσομπόληδων λένε πως δεν γεννήθηκε σε σπιτάκι κανονικό αλλά σ' ένα χώρο σωφρονιστικής "φροντίδας' που βρισκόταν λίγο πιο έξω από τον τόπο, πέρα από το γεφύρι του ποταμού, από μια μητέρα που ήταν έγκλειστη εκεί. Κανείς δεν ξέρει πώς βρέθηκε αυτή η κοπέλλα στον τόπο, κανείς δεν ήξερε κάτι για την καταγωγή της, απλά από κάποια στιγμή και πέρα οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να βλέπουν μέσα στην καθημερινότητά τους ένα περίεργο, λίγο "μεγαλωμένο" κορίτσι. Το κορίτσι αυτό, αφότου έγινε γυναίκα, τριγυρνούσε στον τόπο σχεδόν πάντα βουβή αλλά όποιος της έπιανε την κουβέντα εκείνη πάντα ευφάνταστα έλεγε ότι είναι έγκυος σε "κάτι που πετάριζε μέσα της". Ο κάθε "συνομιλητής" της βέβαια πρώτα κεραυνοβολείτο από τη διαπίστωσή του πως η "βουβή" μιλούσε και μετά από τα "αλλόκοτα" που ξεστόμιζε. Έλεγε ακόμη πως αυτό συνέβη όταν "μεγάλωσε" και άρχισε να τριγυρνάει ανάμεσα σε τούτη τη μικρή κοινωνία και συμπλήρωνε - με νόημα - πως πολλά αγόρια την είχαν "πειράξει". Η αλήθεια είναι βέβαια πως ήταν πολύ ομορφούλα με κατάμαυρα μαλλιά και σταχτιά γαλαζοπράσινα μάτια κι ένα πολύ καλοβαλμένο κορμάκι. Εμφανώς λοιπόν δεν είχε κοιλίτσα εγκύου οπότε κανείς δεν την έπαιρνε στα σοβαρά μ' όσα κι αν έλεγε εκείνη. Βέβαια σε μια τέτοια μικρή και συντηρητική κοινωνία τα σούσουρα αυτά εντείνονταν με τον καιρό καθώς και τα λοξοκοιτάγματα μεταξύ τους κι έτσι οι υπολήψεις πολλών είχαν αρχίσει να ενοχλούνται καθώς σιγά σιγά - και ανυπόστατα εν τέλει - εδραιωνόταν η "είδηση" πως - αν όχι όλα - τα περισσότερα αρσενικά είχαν βάλει το πουλ... εεε το "χεράκι" τους. Η αδιαφορία για την φαινομενικά άκακη "έγκυο" έδινε σιγά σιγά τη θέση της στην ενόχληση και την αποστροφή όταν τύχαινε να τη συναντούν στις δυο πλατείες που είχε ο τόπος και στα τέσσερα κεντρικά δρομάκια του.

Πέρασε πολύς καιρός με αυτή την συγκρατημένη και ανεκτική, αμοιβαία "ένοχη" αλλά και γι' αυτό από κοινού συγκαταβατική στάση όλων, όταν μια μέρα το κορίτσι εθεάθη σχεδόν γυμνό στη Μεγάλη Πλατεία με τον Χώρο Λατρείας. Έβγαζε κάτι περίεργες, απόκοσμες φωνές που λίγο έμοιαζαν με ήχους ανθρώπινους και κινιόταν έντονα σαν σε είδος χορού αρχέγονου σα να υπάκουγε σε κάποια έντονη ρυθμική υποβολή. Τα κατάμαυρα πλούσια μαλλιά της δημιουργούσαν εντυπωσιακές αέρινες ακαθόριστες εικόνες στον χώρο και σιγά σιγά όσοι ήταν γύρω κόνταιναν το βήμα τους για να κοιτάξουν την "εκστασιασμένη" από κοντά. Κάποιοι απέστρεφαν το βλέμα τους, κάποιοι έκρυβαν τα πρόσωπα των παιδιών που είχαν μαζί τους, κάποιοι συνεπαίρνονταν από αυτό που έβλεπαν, το έβλεπες, ήταν φανερό απ' το πόσο έντονα κοιτουσαν - σχεδόν κι αυτοί μαγεμένοι. Κάποια στιγμή το κορίτσι έπεσε ανάσκελα σαν σε στάση θυσίας, το λαχταριστό της κορμί καμπυλωμένο σαν τόξο στο έδαφος ακουμπισμένη στους αγκώνες της και με το κεφάλι ριγμένο πίσω, σαν κρεμασμένο από τον λαιμό τελείως κάτω. Κάποιοι παρατήρησαν πως τα μάτια της είχαν γυρίσει και τότε επενέβη ο γιατρός του τόπου. Ο ίδιος και τρεις τέσσερεις άλλοι τη σήκωσαν με πολλή προσπάθεια είναι η αλήθεια διότι - αν και φαινόταν εύθραυστη ύπαρξη - οι κινήσεις της αντίστασής της ήταν έντονες και δυνατές. Κατάφεραν να τη βάλουν στην άμαξα του γιατρού και να την πάνε σ' εκείνο τον χώρο σωφρονιστικής "φροντίδας" όπου την "έκλεισαν" για πάντα. Από τότε κανείς δεν την ξαναείδε μα μόνο για το "γέννημά" της μαθεύτηκε η ακόλουθη ιστορία :

Αρκετές φορές στη διάρκεια του εγκλεισμού της, της έκαναν "θεραπευτικές συνεδρίες" με ηλεκτρισμό. Μία από τις γυναίκες που την φρόντιζε διηγήθηκε ότι μία μέρα - κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συνεδρίας - είδαν να κυλάει αίμα από το κάτω μέρος του σώματός της. Σήκωσαν το σεντόνι που την σκέπαζε και διαπίστωσαν ότι ήταν έτοιμη να γεννήσει "κάτι". Οι παρευρισκόμενες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία αλλά και λίγο τρόμο. Αφού η "αλαφροϊσκιωτη" δεν ήταν - ή δεν φαινόταν - έγκυος! Τελικά η θεραπευτική συνεδρία μεταλλάχτηκε σε τοκετό ενός πολύ περίεργου πλάσματος. Όταν το τράβηξαν από μέσα της - κόβοντας έναν πολύ περίεργο ομφάλιο λώρο σαν καλυμμένο με πολύ μαλακές φολίδες - αυτό που προλαβαν να δουν ήταν ένα πλασματάκι πολύ όμορφο που ούτε εξ ολοκλήρου ανθρωπάκι ήταν, ούτε πετούμενο ! Ναι... πετούσε ! Αμέσως όταν το ελευθέρωσαν από το σώμα της αντίκρυσαν "κάτι" που έμοιαζε με τεράστια πανέμορφη νύμφη γιγαντιαίας πεταλούδας, σκουρόχρωμη με κυρίαρχο το πορφυρομώβ και με αρκετά δυνατά, διάφανα - σκούρα κι αυτά όμως - φτεράκια. Το πλασματάκι τους ξέφυγε σχεδόν αμέσως και πετάριζε σε όλο το δωμάτιο γελώντας δυνατά και χαριτωμένα σα να τις κορόιδευε. Οι γυναίκες είχαν μείνει ούτε έντρομες, ούτε εντυπωσιασμένες, ούτε χαρούμενες, όλ' αυτά μαζί και σίγουρα αποσβωλομένες με αυτό που μόλις "ξεγέννησαν". Πώς θα το έπιαναν αυτό το πετούμενο "ομορφοτερατάκι"; Πηδούσαν επιτόπια στον αέρα μήπως κάποιο ζευγάρι χέρια κατόρθωνε να το πιάσει αλλά ύστερα από αρκετή ώρα πάρα πολλές προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Τελικά μία απόχη ψαρέματος - καθώς το οίκημα βρισκόταν κοντά στον ποταμό  που το χώριζε από τον τόπο - έκανε τη δουλειά! Χρειάστηκε να κρατάνε το "τερατομορφάκι" δυο τρεις γυναίκες μαζί δυνατά αλλά και απαλά μαζί για να το πλύνουν και να το καθαρίσουν από τα της "γέννας". Ίδια δυνατό με τη μητέρα του όταν χρειάστηκε να την ακινητοποιήσουν εκείνη την ημέρα στη Μεγάλη Πλατεία για να τη φέρουν εδώ... Όταν πια ύστερα από τόση ώρα κατάφεραν να "φασκιώσουν" το "νεογέννητο", γύρισαν να κοιτάξουν τη Μάνα. Απασχολημένες καθώς ήταν με το εναέριο "ψάρεμα" του "πετούμενου" δεν πρόσεξαν καν πως η Μάνα του δεν ζούσε πια, είχε αφήσει την τελευταία της πνοή καθώς το γένημμά της τις ταλαιπωρούσε...

συνεχίζεται...

Η πολυάσχολη νεράιδα Νερά-ειδα και το ξωτικό άντεβρεΞουτ

...ένα διαφωτιστικό και παιδαγωγικό παραμυθάκι για μεγάλα παιδιά

<Ξ> : εεπ!... πού πας εσύ φουριόζα ;
<Ν> : Έχω δουλειές, άσε με... Έχω να ταίσω σπίτια και οικογένειες που υποφέρουν, έχω να ποτίσω χωράφια, έχω να γιάνω ζώα και ανθρώπους, άλλους να παρηγορήσω, άλλους να συμβουλέψω, άλλους να συνετίσω ...
<Ξ> : καλά, εσύ δεν ειδικεύεσαι σε κάτι ; Το μαγικό σου ραβδάκι δεν αγγίζει απλώς κατι και το μεταμορφώνει ; Ξέρουμε ότι οι νεράιδες κάνετε τα άσχημα όμορφα κυρίως - αλλά κι αν κάνετε το αντίθετο είναι για να τιμωρήσετε κάποιον πολύ κακό...
<Ν> : Αυτά τα λένε τα παραμύθια και κυρίως για μικρά παιδιά που, ξέρεις, δεν πρέπει να τα τρομάζεις αλλά ούτε και να τα κακομαθαίνεις... γιατί αν το παιδάκι πιστέψει πως μια νεράιδα μπορεί να τα κάνει όλα τότε δεν θά 'χει για τι ν' αγωνιστεί στη ζωή του καθώς θα μεγαλώνει... Θα μου πεις, το ζήτημα είναι να βρει νεράιδα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία... Τέλος πάντων, οι πραγματικές νεράιδες μπορούν να τα κάνουν όλα, είπε η Νερά-ειδα και τίναξε έτσι με λίγη (δικαιολογημένη είναι αλήθεια) ξιππασιά τα πλούσια μακριά ξανθά μαλλιά της... Όχι σαν τις άλλες τις νεράηδίες που απλώς κουνάνε το ραβδάκι τους, το ακουμπάνε εκεί που χρειάζεται και βγαίνουν αστεράκια και ο άλλος νομίζει ότι έγινε το καλό...
<Ξ> : αααα - έκανε συμπερασματικά ο άντεβρεΞουτ έχοντας ήδη τα χέρια πίσω από το κεφάλι του καθώς ήταν αραγμένο ξαπλωτό σ' ένα από τα κοντόχοντρα κλαδιά του μπαομπαμπ... ταυτόχρονα τεντωνόταν και άλλαζε τα πόδια του στην σταυροπόδι θέση του
<Ν> : εμείς, οι καλές νεράιδες, δεν είμαστε σαν και του λόγου σας τα ξωτικά που όλο σκανταλιές σκαρώνετε νυχτιάτικα και ανακατώνετε τους ανθρώπους
<Ξ> : ναι αλλά κι εμείς προσφέρουμε όλες εκείνες τις μικροαγωνιούλες, τα σκιρτήματα, τις τρομάρες, τις αναπάντεχες συναντήσεις μεταξύ τους που δίνουν αυτή την πικάντικη νότα στις ζωές των ανθρώπων... φαντάζεσαι να ήταν όλα έτσι όπως τα αφήνετε εσείς ; σχεδόν τέλεια ; βέβαια, εντάξει δεν τα προλαβαίνετε και όλα για όλους οπότε πάντα υπάρχει περιθώριο να μην πειράξουμε κι εμείς κάτι...
<Ν> : ε, βέβαια, πού να προλάβουμε κι εμείς με τόσο κόσμο ... και φαντάσου ότι πρέπει να τα παρακολουθούμε όλα, όταν αλλάζουν οι διαθέσεις τους θα πρέπει σχεδόν να μαντεύουμε το τι θα ήθελαν να γίνει και περίπου να το πετυχαίνουμε... αλλιώς τι νεράιδες θα ήμασταν αν πέφταμε έξω... βέβαια θα μου πεις, οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι τους περιμένει στη ζωή τους οπότε δεν ξέρουν αν αυτό που τους "βρίσκει" κάθε φορά είναι για καλό ή για κακό... εξάλλου μην ξεχνάμε κι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της "δουλειάς" μας : πρέπει να τους διαπαιδαγωγούμε ! ... δεν πρέπει να τους τα "φέρνουμε" όλα τέλεια γιατί τότε γίνονται μαλθακοί... και η πολλή ευτυχία βλάπτει αν δεν έχει κερδηθεί με λίγη προσπάθεια, καλωσύνη, ταπεινότητα... κι εδώ ερχόμαστε σ' ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της "δουλειάς" μας : πρέπει να παρακολουθούμε την πορεία όσων βοηθάμε... ξέρεις τι δουλειά έχω αφότου τελειώσω την εργάσιμη μέρα μου ; Πόσα αρχεία πρέπει να ενημερώσω στον υπολογιστή μου, πόσα reminders να βάλω, τι στατιστικά στοιχεία πρέπει να μαζεψω για να καθορίσω τι θα κάνω και σε ποιον ; ξέρεις τι αλγορίθμους φτιάχνω για να βαθμολογώ τη συμπεριφορά τους κι αναλόγως να "συμβάλλω" στη ζωή τους ; ... άσ'τα... πώς κάνουν οι τράπεζες που δέχονται κόσμο μέχρι τις 2.30 το μεσημέρι και όλοι νομίζουν ότι μετά το κλείνουν το μαγαζί... λάθος, μετά να δεις δουλειά που γίνεται...
<Ξ> : τι λες βρε παιδί μου, είπε ο άντεβρεΞουτ που ανασηκώθηκε λίγο από τη ραχατλίδικη θέση του γιατί, η αλήθεια είναι, ότι του κίνησε την περιέργεια αυτό το τελευταίο κόμμάτι δουλειάς μιας νεράιδας. Ο άντεβρεΞουτ νόμιζε ότι οι νεράιδες δρουν ανεξαιρέτως, ότι τα προλαβαίνουν όλα αλλά επίσης δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η δουλειά μιας νεράιδας προϋποθέτει τόση προπαρασκευή... "Αμ δεν είναι σαν κι εμάς που διαλέγουμε στην τύχη ποιον θα πειράξουμε, τι θα του κάνουμε, με ποιον θα τον βάλουμε να τσακωθεί, ποιον θα ερωτευτεί" συλλογίστηκε ο άντεβρεΞουτ με περισσή σοβαρότητα...
<Ν> : εμ τι ; γι' αυτό σου λέω, άσε με με τις κουβέντες, βιάζομαι έχω ήδη αργήσει... ευτυχώς που δεν χτυπάω κάρτα, είμαστε αυτοδιαχειριζόμενες βλέπεις, αν δεν έχω προλάβει να κάνω όσα έχω σχεδιάσει για την ημέρα, δυστυχώς το πάω μέχρι αργά το απόγευμα - αλλά πάντα με φως ήλιου, φυσικό... ποτέ όταν ήδη έχει αρχίσει να σουρουπώνει, ποτέ ! ... εντάξει, η αλήθεια είναι ότι αν είναι καμιά ωραία μέρα σαν τη σημερινή κι έχω τακτοποιήσει πολλά απ' αυτά που έχω σχεδιάσει, ε πάω και τις βολτούλες μου... εξάλλου δεν είναι και πολύ κακό να αφήνεις τους ανθρώπους να περιμένουν και λίγο πριν τους κάνεις κάποιο καλό... πού ξέρεις; μπορεί να ενεργοποιηθούν και μόνοι τους... πάν' απ' όλα, λοιπόν, η διαπαιδαγώγηση... άρα, όπως καταλαβαίνεις, ακόμη κι όταν δίνουμε λίγη "αδεια" στον εαυτό μας δεν είναι για να ξεκουραστούμε κυρίως όσο για να δώσουμε το περιθώριο στους ανθρώπους να φροντίσουν και λίγο οι ίδιοι τη μοίρα τους... ευτυχώς που ο Δημιουργός έχει εισάγει πολλή τυχαιότητα στις συμπεριφορές των ανθρώπων κι έτσι δεν πλήττουμε...
<Ξ> : έεελα, ποτέ όμως δεν μου αφιερώνεις λίγο χρόνο... νομίζω ότι δεν μ' έχεις προσέξει καθόλου... δεν σου κρύβω ότι πολλές φορές σε "παραμονεύω" τα πρωινά που φέυγεις και σκέφτομαι διάφορα.... τέλος πάντων, άσ' τα αυτά, σήμερα που είναι τόσο ωραίος ο καιρός μπορούμε να περάσουμε τη μέρα παρέα... τι λες ; τελείωσε με λίγο νάζι ο άντεβρεΞουτ τη φράση του
Η Νερά-ειδα του έριξε μια πλάγια ματιά, ξαναγύρισε από την άλλη μεριά το κεφαλάκι της κι ετοιμάστηκε να πετάξει προς τη "δουλειά" της... αλλά πάλι δεν μπόρεσε ν' αποφύγει το σκανταλιάρικο ύφος του άντεβρεΞουτ που την κοιτούσε προκλητικά αδιάφορα αλλά και με νόημα...
<Ν> : ... τι εννοείς "σκέφτεσαι διάφορα όταν με βλέπεις να φεύγω τα πρωινά" ;
<Ξ> : ε, να... ότι ... άσ' το, ασ' το τώρα...
<Ν> : τι ; για πες ! όχι, για πες !
<Ξ> : ε, να, ότι έχουμε περάσει τη νύχτα μαζί και τέτοια...
<Ν> : χμμμμμ - έκανε η Νερά-ειδα αλλά αμέσως αντιπαρήλθε τον δισταγμό της και ξαναπέρασε στην "αντεπίθεση" : ε, ναι κι εκείνη τη φορά που επέμεινες να βγούμε μαζί το βράδυ να πειράξουμε ανθρώπους θυμάσαι τι έγινε ! Ήπιατε εσύ και οι φίλοι σου και μας μπερδέψατε με τους ανθρώπους και μας σκαρώσατε σκανταλιές με τα Τρόλ του Δάσους και ούτε και ξέρω πώς καταφέραμε να μην τσακωθούμε μαζί τους από τις παρεξηγήσεις που προέκυψαν ! Ακόμη θυμάμαι πώς έτρεχα να ξεφύγω από τα κλαδάκια εκείνου του μεγαλούτσικου Τρολ που καθώς με κυνηγούσε του είχαν πέσει τα βρακιά του κι ούτε κι ήξερε τι έλεγε... Σε εμπιστεύτηκα τότε - αν θυμάσαι - κι ούτε το ραβδάκι μου δεν είχα πάρει μαζί μου. Ακόμη δεν την έχω ξεχάσει εκείνη τη βραδιά !
<Ξ> : ναι, αλλά την επομένη το πρωί άκουγα εσένα και τις φιλενάδες σου που χαζογελούσατε καθώς διηγόσασταν τι είχε σχεδόν συμβεί στην καθεμία... και καυχιοσασταν που διαπιστώσατε το ενδιαφέρον κάποιων Τρολ για κάποιες από σάς ! σωστά ; τελείωσε ο άντεβρεΞουτ τη φράση του με τα χέρια στην ευλύγιστη μεσούλα του που ήξερε πολύ καλά πώς να την κουνάει προκλητικά κατά περίπτωση...
<Ν> : ... ας πάει στα κομμάτια, ας μείνουμε παρεούλα σήμερα - ανακοίνωσε η Νερά-ειδα στην αρχή με προσποιητή παραχωρητικότητα και στη συνέχεια θριαμβευτικά... νομίζω ότι σήμερα δεν θα με αναζητήσουν πολλοί και πολύ... ας δούμε τι μπορούν να καταφέρουν και λιγάκι μόνοι τους άλλωστε. Ακούω ιδέες ! αναφώνησε προκλητικά η Νερά-ειδα.
<Ξ> : Τέλεια ! φώναξε και ο άντεβρεΞουτ που είχε σηκωθεί στο μεταξύ στο ένα του πόδι πάνω στο κλαδί του κοντόχοντρου μπαομπαμπ κι έκανε αριστοτεχνικές πιρουέτες. Λέω, που λες, να σε πάω σήμερα σε μία χώρα πάνω στη Γη που τη λένε Νεραϊρλάνδη (η σημερινή Ιρλανδία - μετά τον έντονο διωγμό που υπέστησαν εκεί οι νερά-ειδες, "εφυγε" και το πρώτο συνθετικό του ονόματος της χώρας Νερα-, έμειναν όμως τα νερά). Εκεί είναι κατ' εξοχήν τόπος για Νεράιδες και Ξωτικά ! Έχουμε πολλούς "συναδέλφους" εκεί !
<Ν> : εντάξει, λοιπόν, πήγαινε με εκεί.... μ' αρέσουν τα ταξίδια !!!


... και το ταξίδι μέσα στον Χρόνο - πιθανώς - συνεχίζεται
... λέει ο θρύλος

Ξωτική

Κολυμπούσε μέσα στα κρύα - σχεδόν παγωμένα - νερά του Δεκέμβρη... ο αδύναμος απογευματινός ήλιος ήταν η μόνη ψευδαίσθηση ζεστασιάς σ' ένα κατά τ' άλλα διαυγές περιβάλλον... ουρανός καταγάλανος, ατμόσφαιρα λεπτή και διαυγής... το καθρέφτισμα του απογευματινού φωτός πάνω στο νερό τον τύφλωνε γι' αυτό βύθιζε πότε πότε το πρόσωπό του μέσα στο νερό για να κοιτάξει μέσα στον πεντακάθαρο βυθό... χανόταν η σκέψη του μέσα στο βάθος του υδάτινου όγκου... αναλογιζόταν πως από τότε που μπήκε η Ξωτική στη ζωή του, ξανάρχονταν εικόνες στο μυαλό του από ιππότες, δεσποσύνες, πανοπλίες, άλογα, κάστρα στις καταπράσινες όχθες λιμνών...

... είχε περάσει πολύ καιρό σε σκοτάδι Μεσαιωνικό, παρέα με τους Σταυροφόρους της Ιερουσαλήμ, είχε λαβωθεί από ένα Σαρακηνό βέλος μακριά στις ερήμους και τους κατάξερους βράχους του Σινά, κατόρθωσε όμως να συρθεί σε κακό χάλι μέχρι το Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης όπου οι μοναχοί τον μάζεψαν και τον περιέθαλψαν...

... όταν άρχισε να γίνεται καλά με τα γιατροσόφια των μοναχών ξεθάρρεψε και περπατούσε αδυνατισμένος ακόμη μέσα στα σοκάκια του μοναστηριού... σε μία απ' αυτές τις περιορισμένες βόλτες του κατέληξε σ' εκείνο το δωμάτιο όπου οι μοναχοί φυλάνε τα κρανία των Αδελφών τους που απεβίωσαν - το δωμάτιο αυτό είναι καγκελόφραχτο και τα κρανία σχηματίζουν ήδη έναν αρκετά ψηλό σωρό... κλονίστηκε λίγο από το μακάβριο του θεάματος αλλά ίσως έτσι αντιμετωπίζουν οι μοναχοί τα φαντάσματα του παρελθόντος και μάλιστα προσφιλών προσώπων... όχι σαν κι εκείνον που άφησε τα φαντάσματα να κάνουν τη ζωή του τίποτα λιγότερο από μια σκηνή για τον χορό τους... Φαντάσματα ζωντανά και πεθαμένα... Η ανυπαρξία προσώπων του είχε γίνει πια πολύ προσφιλής, ακόμη και οι άνθρωποι γύρω του ήταν - ήθελε να είναι - χωρίς πρόσωπα... για να μην δεθεί μαζί τους... φοβόταν τον κόσμό των ζωντανών με τα αισθήματα και τα συναισθήματά τους... φοβόταν την διεκδίκηση της ύπαρξής του από εκείνη την Μία, που θ' αποκτούσε "δικαιώματα" πάνω του... πόσο θα του έπαιρνε ακόμη να επιστρέψει στη Γη, στα γήινα ; ... πόσο καιρό θα του έπαιρνε ακόμη η αναρρίχηση στο Φως ; ...

... τις νύχτες του άρεσε να κάθεται στο παραθύρι του δωματίου που του είχαν παραχωρήσει οι μοναχοί στον ψηλό πυργίσκο της οχύρωσης του μοναστηριού και ν' αγναντεύει τη θέα στην Ερυθρά Θάλασσα ... μα ποια θάλασσα ; η Ερυθρά Θάλασσα δεν φαινόταν από το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης... πάντα του άρεσε όμως να βλέπει τη θάλασσα και η νοερή - κατά τ' άλλα - αυτή θέα του έκανε καλό, ιδιαίτερα εκείνες τις σκοτεινές νύχτες με φεγγάρι... η μαύρη άβυσσος γεφύρωνε τη γη με το μακρινό νερό... όμως, του φαινόταν πως ούτε το φως του φεγγαριού δεν κατάφερνε να διαπεράσει τη σκοτεινιά της νύχτας - ίδια με την άβυσσο μέσα του - και να οδηγήσει τη ματιά του στο γαλάζιο...

...ο καιρός πέρασε, το τραύμα από το δηλητηριασμένο βέλος έγιανε και σιγά σιγά φωτιζόταν και η άβυσσος που είχε κάποτε ανοίξει μέσα του... τη φώτιζε πια το ίδιο αυτό Φεγγάρι που τόσους μήνες του έκανε παρέα... εκεί στο παραθύρι που "έβλεπε" την μακρινή Ερυθρά Θάλασσα ...

Ο ίδιος Δεκέμβρης ήταν σαν τώρα, μόνο που εκεί η θερμοκρασία της ερήμου ήταν ψηλότερη, το τόξο που χάραζε η πορεία του ήλιου σηκωνόταν πολύ ψηλά και σιγά σιγά αυτό χαρακτήριζε και τη διάθεσή του... ήξερε ότι η Ξωτική έμπαινε στη ζωή του, η Γοητεία και τα Αισθήματα κέρδιζαν έδαφος από την Ύπαρξή του .... ήθελε αυτή να είναι η Οδηγός του... στο Ταξίδι της Ζωής... να τον παίρνει από το χέρι και να τον σεργιανάει στον Κόσμο Της, μέσα στον Αέναο Χρόνο... η εικόνα που "έβλεπε" πια μπροστά του ήταν αυτός, ένας μικρούλης να τον τραβολογούν τα πανέμορφα, κατάλευκα και όλο πλαστικότητα χέρια της Ξωτικής μέσα στην αστρική σκόνη του Χρόνου, χωρίς βαρύτητα, χωρίς όρια... το βάρος του μακριού διχτυωτού του θώρακα ήταν αμελητέο για τη δύναμη του ολόλευκου φωτεινού μανδύα της Ξωτικής του... τόσα χρόνια είχε συνηθίσει τη δύναμη του αλόγου του - μιας σκούρας καφέ φοράδας από τη Σαμαρκάνδη, του "Κάστρου από Βράχο" όπως λεγόταν στα αρχαία Περσικά η πόλη βόρεια από τα υψίπεδα του Ουζμπεκιστάν - σαν κάτι το αξεπέραστο... όμως, η δύναμη της Ξωτικής του είχε κάτι το Συμπαντικά και Αρχέγονα Ισχυρό, σαν τις δυνάμεις της Φύσης που κρατούν σε ισορροπία τα έργα της Δημιουργίας... δεν μπορούσε παρά να την ακολουθήσει, δεν ήθελε καν να της αντισταθεί...

... άρχισε να πιστεύει - ήταν μάλλον πια σίγουρος - ότι το φεγγάρι που τόσους μήνες του κρατούσε παρέα εκεί μακριά στη νυχτερινή σκοτεινιά που τύλιγε τη θέα της Ερυθράς Θάλασσας από το παραθύρι του πυργίσκου στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης ήταν αυτή η ίδια η υπερκόσμια λάμψη της Ξωτικής που τον περίμενε ...
... αυτή που φώτισε την άβυσσο μέσα του ...
... ας ήταν αυτή η Μία που θ' αποκτούσε δικαιώματα πάνω στη ζωή του...