Τον ρώτησε "Τι σημαίνει 'έρωτας' για σένα;"

Της απάντησε "Έρωτας είναι το πέπλο που υφαίνει η αίσθηση, η παρουσία, η ενέργεια του προσώπου που έχω ερωτευθεί και αυτό το πέπλο πέφτει 'μπροστά' απ' όλες τις αισθήσεις μου. Τις φιλτράρει, ενίοτε τις 'επεκτείνει'... Όλα μέσα μου αντηχούν αυτό το πρόσωπο. Βλέπω-ακούω-μυρίζω μέσ' απ' αυτό το πέπλο. Αισθάνομαι μέσ' απ' αυτό το πέπλο. Αφουγκραζομαι... Κι όταν κάνω να το παραμερίσω, τότε ξέρω ότι ο Έρωτας έχει ξεμυτίσει από μέσα μου. Έχει ανοίξει τα φτερά του γι' αλλού... Μ' έχει αφήσει με τις φτωχές, πεπερασμένες μου αισθήσεις να πορεύομαι μέσα στη Δημιουργία. Να αιωρούμαι μέσα σ' ένα Κενό χωρίς διαστάσεις - δεν υπάρχει ύψος, βάθος, πάνω, κάτω, φως, σκοτάδι.... Δεν ξέρω αν βλέπω, αν ακούω, αν μυρίζω... Αν αισθάνομαι...."

- Γιώργο, ξύπνα παιδί μου!
- Μη ! Μην τραβάς τις κουρτίνες ! Άφησέ τες για λίγο ακόμη κλειστές....

"...δεν είναι δα και τόσο βαριές, ένα λεπτό πέπλο είναι που δεν κόβει και τόσο φως" άκουσε τη σκέψη του να ολοκληρώνει την φωναχτή προτροπή του προς την αγαπημένη του....

Πολίτης -> Πολιτεία -> Πολιτικός

ή αλλιώςΠώς το πιο ανήθικο επάγγελμα γεννάται μέσα από τα πιο μεγάλα ιδεώδη

Ο φορολογούμενος πολίτης πληρώνει για τον εξοπλισμό των ΜΑΤ και της Αστυνομίας ώστε αυτοί να τον προστατέψουν σε δεδομένη στιγμή (από τι άραγε; από ποιούς; είναι το καίριο ερώτημα). Σ' εκείνη τη δεδομένη στιγμή όμως αυτός ο εξοπλισμός στρέφεται εναντίον αυτού του πολίτη ο οποίος βγαίνει στο δρόμο για να πει ΚΑΙ σ' αυτούς (στα ΜΑΤ και την Αστυνομία δηλαδή) ότι η κατάσταση έχει βρει ΤΟΙΧΟ (αλήθεια, τα ΜΑΤ και η Αστυνομία κινδυνεύουν από απολύσεις; Νοείται περίπτωση να μην κάνουν καλά τη δουλειά τους;). Εξ' αυτών επομένως - εξ ορισμού δηλαδή αφού δεν υπάρχει άλλος κίνδυνος στο εσωτερικό της χώρας παρά μόνο ο ίδιος ο Πολίτης γιατί για τους έξωθεν "κινδύνους" υπάρχει ο στρατός της χώρας - τα ΜΑΤ και η Αστυνομία δεν υπάρχουν για να προστατεύουν αυτόν τον πολίτη που τους εξοπλίζει και συντηρεί με τους φόρους του. Να τον προστατέψουν από τον ίδιο του τον εαυτό ; Λίγο φαύλο κύκλο δεν θυμίζει αυτό ; Με άλλα λόγια ένα σύνολο Πολιτών (που έχει οριστεί ως Πολιτεία) στρέφεται εναντίον του ίδιου του πολίτη. Άρα γιατί να συντηρείται αφού μάλλον δεν έχει επιτελέσει σωστά το έργο της; Κι επιπλέον ποιος έδωσε το δικαίωμα στην Πολιτεία να χρησιμοποιεί μέρος (έστω) των φόρων των πολιτών της για να εξοπλίζεται ώστε σε δεδομένη στιγμή να στρέφεται εναντίον τους - ή όπως λέγεται δημοσιογραφικά, να τους απωθεί σε καταστάσεις διαμαρτυρίας ; Δηλαδή οι πολίτες διαμαρτύρονται εναντίον του εαυτού τους - αφού η Πολιτεία είναι εκλεγμένη από τους ίδιους... Μήπως (μας) τά 'χουμε ('χουν) μπερδέψει λιγάκι; Μήπως είναι ώρα να καταστήσουμε σαφή σ' αυτή την Πολιτεία τον ρόλο της; Μήπως η Πολιτεία έχει ξεχάσει ότι εκλέγεται από τον πολίτη και αυτόν υπηρετεί ; Μήπως να της θυμίσουμε ότι 300 ή 500 ή 600 άτομα που αυτά εν τέλει στις σύγχρονες κοινωνίες λέγονται Πολιτεία (εντάξει στην Ελλάδα είναι ΛΙΓΟ "διογκωμένη" η Πολιτεία) δεν μπορούν να σφετερίζονται τα μέσα που της διαθέτει ο ίδιος ο Πολίτης και να τα στρέφει εναντίον του όταν εκείνος με τον δικό του αγανακτισμένο τρόπο της υποδεικνύει ότι έχει κάνει λάθη ; Γιατί μερικά εκατομμύρια άνθρωποι ΔΕΝ έχουν το ΔΙΚΑΙΩΜΑ να πούν σε λίγες εκατοντάδες άτομα (στην Πολιτεία δηλαδή) ότι έχουν σφάλλει σοβαρότατα; Ότι οι ανεύθυνες πράξεις τους έχουν διευρυμένο κακό αντίκτυπο στις ζωές και τύχες αυτών των εκατομμυρίων ανθρώπων. Και είναι εξ' ορισμού ανεύθυνες οι πράξεις τους γιατί η Πολιτεία δεν υποφέρει ποτέ από τα λάθη της, δεν κινδυνεύουν ποτέ και από τίποτε οι ζωές των "ανθρώπων" της Πολιτείας. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές ωφελούνται τα μέγιστα κιόλας.... Και οι πρακτικές των τελευταίων δεκαετιών έχουν δείξει περίτρανα πως τα συμφέροντα των δύο μερών (Πολίτη και Πολιτείας) βρίσκονται και σε σύγκρουση μάλιστα. Ύστερ' απ' όλ' αυτά, δεν μου λέτε, εδώ σ' αυτή τη χώρα γεννήθηκαν οι - κατά γενική ομολογία - τόσο γοητευτικές αρχές της Δημοκρατίας ; Αυτά δίδασκε η Πολιτεία του Πλάτωνα, η ηθική του Σωκράτη κλπ κλπ ;

Μήπως ήρθε πραγματικά η ώρα η Πολιτεία να ξαναγυρίσει λίγο στις "πηγές" - που λένε και οι φιλόλογοι ; Να μελετήσει λίγο τους σοφούς προγόνους και να επαναπροσδιορίσει ξανά τον ρόλο της ; Ο οποίος πρέπει να είναι ρυθμιστικός των σχέσεων των Πολιτών μεταξύ τους, όχι κερδοσκοπικός σε βάρος του Πολίτη και μάλιστα με το αζημίωτο. (;) Έτσι λοιπόν, στη σύγχρονη Ελλάδα, η οποία κατάργησε αυτό που η ίδια γέννησε, την περίφημη "Δημοκρατία", οι άνθρωποι της Πολιτείας βρήκαν ένα τέλειο επάγγελμα : Τον Πολιτικό ! ΔΕΝ έχει ευθύνες απέναντι σ' ένα κοινωνικό σύνολο. ΔΕΝ λογοδοτεί για τα λάθη του τα οποία επηρρεάζουν (πάρα πολλούς) άλλους ενώ ΔΕΝ υπάρχουν κακές επιπτώσεις υπό οποιεσδήποτε συνθήκες προς το άτομό του. Αντίθετα έχει ΤΕΡΑΣΤΙΑ υλικά ωφέλη και ως εκ τούτου μπορεί να παρατήσει την "Πολιτική" οποιαδήποτε στιγμή - με μια απλή παραίτηση ή με μια εκλογική "ήττα".

Ύστερ' απ' όλ' αυτά, κύριοι της Πολιτείας, μήπως θα θέλατε ν' αλλάξουμε ρόλους ; Ν' αλλάξουμε δουλειές ; Να μπούμε εμείς μέσα σ' αυτό το κτίριο που λέγεται Βουλή (των Ελλήνων) και να βγείτε εσείς έξω από αυτό ; Να συντηρείτε μαγαζιά κι επιχειρήσεις. Και αν δεν σας αρέσουν αυτά που θα κάνουμε και θα σας δημιουργήσουμε βέβαια δυσαρέσκεια και θα μαζευτείτε κι εσεις με τη σειρά σας έξω από αυτό το κτίριο (που τώρα είναι ο χώρος εργασίας σας) για να μας εκφράσετε τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτησή σας, εμείς δεν θα χρειαστούμε ΜΑΤ για να σας "απωθήσουμε". Μην ξεχνάτε, αριθμητικά θα είμαστε πολλοί περισσότεροι και θα σας βάλουμε στη θέση σας "πυξ λαξ", χωρίς ασπίδες, κράνη, κλομπς και δακρυγόνα... Με γυμνά χέρια. Έτσι λύνονται "αντρίκια" οι διαφορές. Με γυμνά χέρια και πρόσωπα. Μην ξεχνάτε - όπως αναφέρθηκε και στην αρχή - ότι ο Πολίτης σας έχει δώσει τα υλικά μέσα να τον χτυπάτε όταν εξεγείρεται ενάντια στα ατοπήματά σας και τα απτά ολέθρια αποτελέσματά τους. Θα δεχόμασταν τη συγγνώμη σας γι' αυτά (γιατί όποιος δουλεύει κάνει και λάθη) αλλά έχουμε βάσιμες υποψίες ότι οι πράξεις σας υποκινούνται από προσωπικό και κυρίως ακόρεστο συμφέρον.

... Άντε μην κατέβω με το κράνος μου και το δερμάτινό μου να γλυτώσω και μερικές αδέσποτες καθώς θα τα σπάω όλα....

Γιώτα Ρο Μηδέν Οκτώ

Άλλη μια νύχτα περίμενε μάταια. Όχι να συναντηθούν, να "βρεθούν"... Πού τέτοια τύχη; Του έφτανε πια ένα της τηλεφώνημα, το άκουσμα της φωνής της και μόνο... Που ποτέ δεν έγινε από δική της πρωτοβουλία... Και ποτέ τηλεφώνημα. Ποτέ... Πάντοτε - μα πάντοτε - ένα του μήνυμα προκαλούσε ένα άλλο δικό της, τελείως - μα τελείως - κομψό με την ευγενική απόρριψη... "Δεν τα κατάφερα σήμερα", "Είχα άλλες προτεραιότητες και το τριήμερο δεν μου βγήκε όπως το περίμενα", “Κατέβηκα εκεί που είσαι εσύ απόψε και σήμερα έχω πυρετό” και το κορυφαίο "Αν σε συναντούσα σήμερα θα αισθανόμουν πουτάνα, ύστερ' απ' αυτό που έγινε"... Και τι είχε γίνει; Ποτέ δεν θα μάθαινε - αληθινά, πραγματικά. Του είπε κάτι μπερδεμένα από τα οποία κανένα νόημα δεν έβγαλε...

Έτσι πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι... Ένα κυριολεκτικά κατεστραμμένο καλοκαίρι. Με δύο συναντήσεις. Η δεύτερη ήδη ήταν το κύκνειο άσμα της συνύπαρξής τους. Οξύμωρο σχήμα γιατί μόλις άρχιζε η τρυφερή ιστοριούλα τους – σαν συνέχεια των μακρύτατων βραδιών σε γραφόμενα στο δίκτυο όπου τα είχαν πει σχεδόν όλα, τα είχαν αναλύσει σχεδόν όλα, τρυφερές επιχειρηματολογίες, συμφωνίες σε πολλά ζητήματα και συμπληρώσεις συμπερασμάτων του ενός προς τον άλλο, ακόμη ακόμη ζούσαν και πράγματα έστω από απόσταση, περίμενε ο ένας τον άλλο να ανοίξουν το chat για να βρεθούν ύστερα από μια ολόκληρη μέρα, να πουν τι έκαναν, τι είδαν, είχαν αρχίσει μάλιστα να ψυχολογούν ο ένας τον άλλο έστω από απόσταση και να πειράζονται για τα «κουσουράκια» τους κι επιφυλάσσονταν για όταν θα βρίσκονταν από κοντά πια - αλλά ο Χρόνος είχε ήδη πει την τελευταία του λέξη. Εν αγνοία του... Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θ’ ακολουθούσε... Την Καταστροφή. Εκείνη πήγε στο νησί με μια παρέα της. Εκείνος χαιρόταν που το «κορίτσι» του – δεν είχε γίνει βέβαια τίποτε ακόμη αλλά αυτός έτσι αισθανόταν ήδη, χωρίς λόγο - και μάλιστα εκείνη τη δεύτερη και τελευταία - όπως αποδείχτηκε μακροπρόθεσμα - βράδινή τους συνάντηση την αποχαιρετούσε - πού να ήξερε ότι έτσι πραγματικά θα ήταν, ‘αποχαιρετισμός’ - ξεπροβοδίζοντάς την με υποδείξεις πού να πάει, τι να δει, σε ποια μαγαζιά να πάει για μουσική...

Ακολούθησαν τέσσερα πέντε βράδια - ούτε θυμόταν πια, ο χρόνος αναμονής για συνάντηση μαζί της είχε γίνει αυτό που διαφημίζουν οι εταιρείες τηλεφωνίας, απεριόριστος, "περισσότερο δεν θα βρείτε" - αλεπάλληλων μηνυμάτων σε διάφορες ώρες και καταστάσεις όπως αποδεικνυόταν από το περιεχόμενό τους – “είμαι μεθυσμένη μωρό μου και σε θέλω πολύ”, “δεν θα έλεγα όχι να σε καβαλήσω”, “νιώθω τεράστια κ***α μωρό μου” – και δεν πίστευε αυτά που διάβαζε... Οι απαντήσεις του στα μηνύματά της δεν έκρυβαν ούτε και τις δικές του διαθέσεις... Πού να ‘ξερε πόσο γελοίο μπορεί να τον έκαναν ν’ ακούγεται οι μετέπειτα αρνήσεις της να τον συναντήσει – αλλά πάντα με πολύ αληθοφανή και ορθολογικό τρόπο, πάντοτε υπήρχε λόγος για να μην τον συναντήσει – μόνο αυτός δεν θα τον μάθαινε ποτέ, τον πραγματικό βέβαια... Έλεγε πια στον εαυτό του και χαιρόταν απεριόριστα γι’ αυτό ότι επιτέλους είχε βρει μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση – φαινόταν να τα έχει όλα αυτή η ιστορία, άλλη μια χαμένη ιστορία...

Και ξαφνικά, σιωπή, νέκρα, “σιγή ασυρμάτου” που λέγανε κάποτε... Έστελνε μηνύματα που έμεναν αναπάντητα για ώρες.

Ναυαγός μέσα στην αλύπητη, αβυσσαλέα και τρικυμιώδη απεραντοσύνη της γυναικείας καρδιάς έστελνε περιστέρια με μηνύματα γαντζωμένα στα μικρά τους ποδαράκια, τα έστελνε μέσα σε άδειες γυάλινες μποτίλιες να ταξιδέψουν χιλιάδες ναυτικά μίλια μέχρι κάποια ύπαρξη – ποια; μόνο μία – να ενδιαφερθεί για την “τύχη” του – “μια τύχη άτυχη που πια δεν την γνωρίζω”...

Έτσι αισθανόταν, οι ώρες που περίμενε ένα σημαδάκι καπνού στον ορίζοντα του φαίνονταν εβδομάδες αβάσταχτης μοναξιάς πάνω σ’ ένα κομμάτι ξέρας όπου έτυχε να τον ξεβράσουν τα κύματα της απρόβλεπτης διάθεσης μιας γυναίκας... Που ήθελε να παίξει μαζί του; Που τον είδε έτσι ορμητικό και φοβήθηκε ότι θα παρασυρθεί στη δική του δίνη κι έτσι σ’ αυτή αντέταξε τις δικές της αλλόκοτες και απρόβλεπτες μεταπτώσεις; Άκρατος ορθολογισμός που υπαγορεύτηκε από την τεράστια – ομολογουμένως – διαφορά ηλικίας τους ή/και την απόσταση που χώριζε τις ζωές τους;

Ίσως ποτέ δεν θα μάθει τον πραγματικό λόγο που εκείνη η δεύτερη φορά που την συνάντησε ήταν και η τελευταία...

ΝαΠοταμιαΝου

Κάθεται μπροστά στο ανοιχτό φωτεινό παράθυρο και χαμογελάει ασυναίσθητα… Έτσι είναι το πρόσωπό του τον τελευταίο καιρό. «Φοράει» ένα αχνό και μόνιμο χαμόγελο. Νιώθει τόσο αδειασμένος - αλλά και τόσο γεμάτος.

Ήρθε, λοιπόν και γι’ αυτόν ο Καιρός… Αισθάνεται σα να είναι ξαπλωμένος με χέρια και πόδια ανοιχτά – ίδιος με τον Άνθρωπο του Βιτρούβιου στον «Κανόνα περί (ανθρωπίνων) Αναλογιών», εκείνο το σκίτσο του Ντα Βίντσι που απεικονίζει τον Άνθρωπο εγγεγραμμένο σε κύκλο και τετράγωνο – πάνω σε μουσκεμένο Έδαφος και να μην τον νοιάζει αν ο Ουρανός αδειάζει πάνω τους ασύλληπτες ποσότητες νερού. Και αυτός και η γη είναι τόσο διψασμένοι για νερό… Γι’ αυτό το Νερό. Έχει αφεθεί να γυρνάει από πλευρό σε πλευρό χωρίς σταματημό – πώς ξετυλίγεται ένα χαλί – πάνω στο μουλιασμένο έδαφος και δεν τον νοιάζει που το νερό που δεν έχει απορροφηθεί από την πλημμυρισμένη γη σε λίγο θα ανακατευτεί με το χώμα, τη σκόνη και θα γίνει αραιή, ρέουσα λάσπη. Εκεί μέσα θέλει να κυλιστεί. Αυτό του είχε λείψει. Πάνω σε μουσκεμένα, αναμαλλιασμένα, αναστατωμένα σεντόνια. Ύστερα από την περίοδο της Συναισθηματικής Ξηρασίας, έβρεξε και γι’ αυτόν… Έρωτας…

Έχει αδειάσει γιατί η ύπαρξή Της και η συνεύρεσή τους δεν του αφήνει περιθώρια για τίποτ' άλλο από την και στην πραγματική ζωή. Δεν βλέπει πια γύρω του. Όλα τα πρόσωπα γύρω του είναι παραλλαγές του ίδιου Προσώπου - Εκείνης. Της Γυναίκας. Με γράμμα γ Κεφαλαίο. Όχι του. Δεν μπορεί επίσης να είναι έτσι. Να του ανήκει. Είναι όπως η Γη. Η Γη δεν μπορεί να ανήκει στον Άνθρωπο.
Κανένα πρόσωπο δεν έχει το μεγαλείο το δικό Της. Όλα μοιάζουν σε Αυτήν αλλά Εκείνη σε κανένα. Δεν θα μπορούσε να είναι έτσι, γιατί Εκείνη τα περικλείει όλα. ΕΙΝΑΙ όλα. Είναι Μουσική, είναι Ζωή, είναι Υπέρβαση του Νου, είναι Εμπειρία, είναι Μαγεία, είναι η ίδια η Φύση. Είναι το Άπιαστο που επιτέλους είναι μπροστά του. Κάθε στιγμή. Είναι το Υπερβατικό που μόνο στα διαβάσματα έβρισκε και το θαύμαζε γιατί δεν μπορούσε να το χωρέσει ο Νους του. Είναι τα Μάτια της, τα πράσινα Μάτια της που μέσα στο γλάρωμά τους χάνεται... Είναι το Στόμα της, αυτό το μεγάλο Στόμα που θα ήθελε να ανοίξει και να τον καταπιεί για πάντα μέσα στην Ύπαρξή της. Είναι το Αιδοίο της, μια άλλη γλυκιά μικρή Συμπαντική Μαύρη Τρύπα που, όταν βρίσκεται μέσα του, το βέλος του Χρόνου αντιστρέφεται κι αυτός βρίσκεται να κολυμπάει μέσα στην Αιωνιότητα. Να μπει μέσα Της, από παντού. Να ζει μέσα Της. Να βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλό της σαν ηλεκτρική εκκένωση, σαν εγκεφαλικό σήμα που διατρέχει τα δισεκατομμύρια νευρώνες της με ασύλληπτη ταχύτητα. Να μπορεί να τα διαβάσει όλα Της… Σκέψεις, συναισθήματα, ερωτηματικά, επιθυμίες, διαθέσεις… Κι έτσι να μπορεί να τα πραγματοποιήσει πριν αυτά πάρουν τη μορφή φράσεων… Να τα απαντήσει πριν πάρουν τη μορφή ερωτημάτων… Να τα απαλύνει πριν γίνουν δάκρυα… Να τα ενισχύσει για να γίνουν δυνατότερο γέλιο… Να τα αποτρέψει πριν Την τρομάξουν, πριν Την ταράξουν…

Τι ήθελε δηλαδή να γίνει Θεός ; Αυτός, ένας μικρός άνθρωπος; Όχι, όχι, είχε παρασυρθεί πάλι… Μέσα στην παραληρηματική του διάθεση να ζήσει τα πράγματα εν τη γενέσει τους, είχε γίνει βλάσφημος. Πετούσε ψηλά, σχεδόν κοντά στον Ήλιο, αυτός ο Μικρός αλλά Ερωτευμένος Ίκαρος και κινδύνευε να κάψει τα φτερά του. Μήπως σκεφτόταν κιόλας ότι ήταν κοντά στην αποκάλυψη της Φιλοσοφικής, Αλχημικής Λίθου; Στο Ελιξίριο της Ζωής; Ε, μάλλον… Γιατί Εκείνη του τα είχε εμπνεύσει αυτά… Η φιγούρα της που έμοιαζε με αδικημένη μάγισσα του Μεσαίωνα…

Πίστευε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις στο μυαλό ενός συνηθισμένου, καθημερινού, συμβατικού ανθρώπου. Το Σύμπαν όμως αποφάσισε αλλιώς. Αποφάσισε να του δείξει το Μεγαλείο του. Το Μεγαλείο των Στιγμών που μπορούν να ζήσουν Δύο Άνθρωποι. Το Μεγαλείο του Χρόνου που σταματά - να, λοιπόν, που ο Χρόνος αμβλύνεται – όταν Δύο Άνθρωποι βρίσκονται μαζί. Στον ίδιο Χώρο, στον ίδιο Χρόνο… Αλλά κυρίως στον ίδιο Χρόνο… Γιατί, διαπίστωσε, ότι ο Χώρος μπορεί να καταργηθεί ως Διάσταση. Οι δυο τους μπορούσαν να είναι Παντού Μαζί. Αυτός μπορούσε πια να είναι όπου ήταν Εκείνη - και να βλέπει με τα Μάτια Της, να αισθάνεται με τις Αισθήσεις Της.

«… σαν την Απομακρυσμένη Σύνδεση στους υπολογιστές - το Remote Desktop», σκέφτηκε ασυναίσθητα. Πώς του ‘ρθε τώρα αυτό… Ε, δεν είναι τυχαίο, με υπολογιστές ασχολείται. Και κατά κάποιο τρόπο, αισθάνεται σαν μικρός Θεός όταν προγραμματίζει, όταν υλοποιεί κατασκευάσματα του νου του. Νιώθει ότι δίνει συμπεριφορά σε κάτι που είναι άψυχο. Νιώθει ότι «φυσάει πνοή ζωής» στα bits του επεξεργαστή του κι έτσι αυτά αποκτούν - άυλη – υπόσταση, παίρνουν «κάποια» μορφή πάνω στην Οθόνη του, μέσα σ’ αυτό το Παράθυρο που ανοίγει ένα Σύμπαν Εικονικότητας μπροστά στα μάτια του. Εκεί ακριβώς που κάθεται…

Εκεί ακριβώς που Την γνώρισε. Εκεί ακριβώς που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του... Μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του, στη δουλειά. Αυτή τη φορά, όμως, ξέρει ότι δεν Την κατασκεύασε, αλλά Την γνώρισε, Την άγγιξε, Την φίλησε, έκαναν έρωτα… Στην Πραγματικότητα…

«Ζήτω η Εικονικότητα!», σκέφτηκε.
Κι ας έχει πάει πάλι πέντε η ώρα το πρωί… Ξέρει ότι δεν ονειρεύεται, ότι δεν ξύπνησε απότομα με το κεφάλι πεσμένο πάνω στο γραφείο, δίπλα από το πληκτρολόγιο και το ποντίκι…